χρῆσται
1χρησταί — χρηστός useful fem nom/voc pl …
2χρῆσται — χρήστης one who gives masc nom pl …
3χρήσται — χρήστᾱͅ , χρήστης one who gives masc dat sg (doric aeolic) …
4Банки — I в современном экономическом строе Б. являются высшей формой кредитного посредничества и важнейшими органами вексельного и денежного обращения. Цель банковой деятельности: во первых, создать систему кредита (см. это сл.), которая обеспечивала бы …
5χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …
6χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …
7χρῆσθ' — χρῆσθε , χράομαι abuse pres imperat mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres subj mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres ind mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres imperat mp 2nd pl (doric… …