χρᾶται

  • 1χρᾶται — χράομαι abuse pres subj mp 3rd sg (ionic) χράομαι abuse pres ind mp 3rd sg (ionic) χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg χράω 1 fall upon pres ind mp 3rd sg χραύω scrape pres subj mp 3rd sg χραύω scrape pres ind mp 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …

    Dictionary of Greek