χρησιμοποιώ όλα τα μέσα 2) (

  • 1κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 2βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …

    Dictionary of Greek

  • 3λυτός — ή, ό (AM λυτός, ή, όν) [λύω] νεοελλ. 1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος 2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα μσν. απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση αρχ. 1. αυτός που μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 4καταφεύγω — (AM καταφεύγω) πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο νεοελλ. προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα αρχ. 1. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 5καταφεύγω — κατέφυγα και κατάφυγα 1. μεταβαίνω κάπου ζητώντας ασφάλεια: Οι ληστές κατέφυγαν στην Ιταλία. 2. χρησιμοποιώ κάτι, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα: Θα καταφύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 6οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …

    Dictionary of Greek

  • 7κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …

    Dictionary of Greek