χημεία

  • 21Κόναντ, Τζέιμς Μπράιαν — (James Bryant Conant, Ντόρτσεστερ 1893 – 1978). Αμερικανός χημικός και πολιτικός. Μαθητής του Κόλερ, έγινε το 1927 καθηγητής οργανικής χημείας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το 1933 εξελέγη πρόεδρος της επιτροπής Ερευνών Εθνικής Άμυνας, η… …

    Dictionary of Greek

  • 22Κόρεϊ, Ελίας — (Elias J. Corey, Μασαχουσέτη 1928 –). Αμερικανός χημικός. Ξεκίνησε τις σπουδές του το 1945 στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και ήδη το 1950 είχε ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στις συνθετικές πενικιλίνες. Στη… …

    Dictionary of Greek

  • 23Λε Σατελιέ, Ανρί Λουί — (Henri Louis Le Châtelier, Παρίσι 1850 – Μιριμπέλ λεζ Εσέλ, Ιζέρ 1936). Γάλλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Παρισιού και σε πολύ νεαρή ηλικία απέκτησε πτυχίο στη χημεία. Την περίοδο 1879 98 δίδαξε γενική και ανόργανη χημεία… …

    Dictionary of Greek

  • 24Μπέκμαν, Ερνστ — (Ernst Beckmann, Ζόλινγκεν 1853 – Βερολίνο 1923). Γερμανός φυσικός και χημικός. Μαθητής του Κόλμπε και του Όστβαλντ, έγινε αργότερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έκανε ενδιαφέρουσες έρευνες στην οργανική χημεία, στη φυσικοχημεία και… …

    Dictionary of Greek

  • 25Χόφμαν, Άουγκουστ Βίλχελμ φον — (Hofmann, Γκίσεν 1818 – Βερολίνο 1892). Γερμανός χημικός. Μαθητής του Γιούστους φον Λίμπιχ, δίδαξε χημεία στη Βόνη και κατόπιν στο Βασιλικό Κολέγιο Χημείας του Λονδίνου. Ξαναγύρισε ύστερα στη Γερμανία και το 1865 κατέλαβε τη θέση του Άιλχαρντ… …

    Dictionary of Greek

  • 26Chemistry — For other uses, see Chemistry (disambiguation). Chemistry is the science of atomic matter (that made of chemical elements), its properties, structure, comp …

    Wikipedia

  • 27ALCHYMIA et CHYMIA — hodie dicitur, quam Veteres Χήμειαν, item Χημευτικην` passim vocavêre. Eadem ἱερὰ τέχνη, sacra Ars, appellata, cuius et Pythagoram scientem fuisse volunt. Unde Lexicon huius Artis in antiquis libris sic inseribitur. Κεξικὸν τῆς ἱερᾶς καὶ θείας… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 28CHEMIA — Suidae Χήμεια, aliis Veterum Χημεία et Χημευτικὴ, infirmae Graeciae Auctoribus Α᾿ρχημία, Firmico Scientia Chimiae, l. 3. c. 15. in Lexico huius Artis ἱερὰ καὶ θεία τέχνη, sacra et divina Ars, est quam hodie Chymiam vocant et Alchymiam, quasi ἀπὸ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 29αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… …

    Dictionary of Greek

  • 30βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …

    Dictionary of Greek