Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χείλος

  • 1 край

    кра||й I
    м
    1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:
    по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·
    2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:
    родной \край ὁ πατρικός τόπος·
    3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:
    теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.
    край II
    м тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:
    подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι.

    Русско-новогреческий словарь > край

  • 2 бровка

    το χείλος
    -канавы - του αύλακα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бровка

  • 3 губа

    1. (зажимная) η σιαγών/σιαγόνα σύσφιξης 2. (мор) ο κόλπος, ο ορμός 3. (анат) το χείλος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > губа

  • 4 дестабилизатор

    το χείλος προσβολής της πτέρυγας
    неподвижный - ав. σταθερό -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дестабилизатор

  • 5 закраина

    (закруглённый край, кромка) η ακμή, το ομαλό (στρογγυλό) άκρο
    мас-лоудерживающая - (напр на поддоне) το χείλος της συγκράτησης του λαδιού (στην ελαιολεκάνη)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закраина

  • 6 кромка

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кромка

  • 7 ребро

    1. (элемент конструкции) το νεύρο, η ενίσχυση, ο νομεύς, ο νομέας
    вертикальное - η κάθετη ακμή, το κάθετο ενισχυτικό
    2. (в теплообменных устройствах) το πτερύγιο
    охлаждающее (хол.) - της ψύξης, η πλευ-ρίδα ψύξης
    3. (край, узкая сторона какого-л предмета) η αιχμή, το άκρο, το χείλος, η πλευρά, το πλευρό 4. анат. το πλευρό 5. мат. η ακμή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ребро

  • 8 грань

    гран||ь
    ж
    1. (граница) τό δριο[ν], τό χείλος:
    быть на \граньи сумасшествия κοντεύω νά τρελλαθῶ·
    2. (плоскость) ἡ πλευρά, ἡ ἐδρα:
    у куба шесть \граньей ὁ κύβος ἐχει ἕξη ἐδρες.

    Русско-новогреческий словарь > грань

  • 9 губа

    губа I
    ж τό χείλος, τό χείλι:
    надуть гу́бы σουφρώνω τά χείλια, κατεβάζω τά μούτρα· ◊ у него губа не ду́ра погов. αὐτός ξέρει νά διαλέγει.
    губ||а II
    ж геогр. (залив) ὁ κόλπος, ὁ ὀρμος, ὁ κολπίσκος.

    Русско-новогреческий словарь > губа

  • 10 пропасть

    пропа||сть I
    совх см. пропадать· \пропастьвший без вести ἐξαφανισθείς· ◊ \пропастьло дело! πάει χαμένη ἡ ὑπόθεση!· я \пропастьл! χάθηκα!· пиши \пропастьло! разг γράψε ἀλοίμονο!, βάψ° τά μαϋρα!· \пропастьди́ (он) пропадом! разг δέν πάει νά γκρεμιστεί!
    пропаст||ь II ж
    1. ἡ ἄβυσσος, τό χάσμα, τό βάραθρο[ν], ὁ κρημνός, ὁ γκρεμός:
    на краю \пропастьи στό χείλος τοῦ γκρεμοῦ·
    2. (множество) разг πλήθος, πληθώρα, ἀφθονία:
    там было \пропасть народу ἐκεῖ ήταν πλήθος κόσμου· ◊ тьфу, \пропастьΙ φτοῦ νά πάρει ἡ ὁργή!

    Русско-новогреческий словарь > пропасть

  • 11 волосок

    -ска α.
    1. τριχίτσα.
    2. τριχίτσες ρίζας•

    корневые -и νηματοειδείς ρίζες.

    3. σύρμα, ελατήριο λεπτό, νηματοειδές•

    волосок в электрической лампочке το νήμα της ηλεκτρικής λάμπας.

    εκφρ.
    на волосок ή на -е – σε (απο) μια τρίχα (στο χείλος της καταστροφής, του θανάτου)•
    висеть ή держаться на -е – κρέμομαι, κρατιέμαι από μια τρίχα (βρίσκομαι σε πάρα πολύ επικίνδυνη κατάσταση)•
    не тронуть -а – δε θίγω ούτε μια τρίχα (δε βλάπτω καθόλου).

    Большой русско-греческий словарь > волосок

  • 12 гибель

    θ.
    καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•

    гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•

    гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•

    гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•

    гибель надежи απώλεια των ελπίδων•

    идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•

    найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•

    трагическая гибель τραγικός θάνατος•

    обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).

    (απλ.) πλήθος•

    народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•

    гибель комаров στίφος κουνουπιών•

    гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.

    εκφρ.
    быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > гибель

  • 13 грань

    θ.
    1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•

    на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•

    на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•

    на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.

    2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•

    куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.

    || λοξοκομμένη άκρη.
    3. βλ. гранение.
    4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή.

    Большой русско-греческий словарь > грань

  • 14 гроб

    -а, προθτ. в -у, на -е, κ. на -у, о -е, πλθ. -ы и. -а.
    1. φέρετρο (νεκρού), κάσσα, κιβούρι, νεκροσέντουκο, νεκροκρέβατο.
    2. παλ. μνήμα, τάφος.
    3. (απλ.) χαμός, θάνατος, τέλος• πολύ άσχημα.
    εκφρ.
    до -а – ως τον τάφο, ως το θάνατο•
    верность до -а – πίστη ως το θάνατο•
    по гроб (жизни)απλ. ως το θάνατο•
    в гроб вогнать ή вколотить, свестиκ.τ.τ. εξωθώ, χτυπώ, φέρω, βασανίζω μέχρι θάνατο•
    в гроб глядеть ή смотреть – βλέπω το χάρο (με τα μάτια)•
    быть на краю -а•, стоять одной ногой в -у – είμαι στο χείλος του τάφου• είμαι με το ένα πόδι στον τάφο•
    близок к -у – ετοιμοθάνατος, κοντόμερος, μελλοθάνατος•
    идти за -ом – πηγαίνω στην κηδεία, ακολουθώ την κηδεία•
    хоть в гроб ложись – (για κατάσταση) είναι αξιοθρήνητη, για χαμό, για κλάματα.

    Большой русско-греческий словарь > гроб

  • 15 губа

    -ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ.
    1. το χείλος, χείλι•

    накрашенные -ы βαμμένα χείλη•

    жать -ы σφίγγω τα χείλη.

    2. πλθ. -ы τα σιαγόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων.
    εκφρ.
    у него губа не дура – αυτός ξέρει να διαλέγει•
    не по твоим -ам – δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου•
    по -ам помазать – (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω•
    молоко на -ах не обсохло – το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα).
    θ.
    κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών).
    θ. παλ., επαρχία.

    Большой русско-греческий словарь > губа

  • 16 край

    -я (-ю), προθτ. о крае, в край, на край, πλθ. -края а.
    1. άκρη, άκρο•

    край крыши η άκρη της στέγης•

    он живёт на -ю города αυτός ζει στην άκρη της πόλης.

    || χείλος•

    налить стакан до -ёв γεμίζω το ποτήρι ξέχειλα. εσχατιά, τέρμα.

    || ακροστόμιο. || περιχείλωμα, μπορντούρα• μπορ (καπέλου). || παρυφή, ούγια.
    2. χώρα, περιοχή, τόπος•

    родной край γενέτειρα.

    3. μεγάλη διοικητική περιοχή.
    εκφρ.
    толстый край – το μεσόπλευρο (κρέας)•
    тонкий край – πλευρικό, πλευρά•
    с -ю – από τον τελευταίο (αρχίζω)•
    через край – πέρα από το μέτρο, υπέρμετρα•
    в наших -ях – στα μέρη μας•
    из -я в край ή от -я до -я – απ άκρη σ άκρη•
    конца и -я нет – απέραντος•
    на край света – στην άκρη (πέρατα) του κόσμου•
    на край земли – στα πέρατα της γης•
    быть на -га гроба ή могилы – είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, είμαι του θανατά•
    литься ή переливаться, бить через край – ξεσπώ, ξεφαντώνω•
    хватить через край – το παρακάνω• πράττω κάτι άτοπο•
    краем ухо слышать (услышать) – το πήρε λίγο τ αυτί μου.

    Большой русско-греческий словарь > край

  • 17 могила

    θ.
    τάφος, μνήμα•

    возложить венок на -у καταθέτω στεφάνι στο μνήμα•

    вы-рить -у σκάβω τον τάφο.

    || ως κατηγ. είναι επικίνδυνα, πολύ άσχημα. || ως κατηγ. είναι πολύ εχέμυθος (ταφόπετρα).
    εκφρ.
    до самой -ы – ως τον τάφο (ως το θάνατο)•
    найти (себе) -у – βρίσκω τον τάφο μου (το τέλος μου)•
    рыть (копить) -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου (προσπαθώ να βλάψω κάποιον)•
    свести в -у кого – κάνω κάποιον για τον τάφο (για θάνατο)•
    смотреть (глядеть) в -у – βλέπω το χάρο με τα μάτια (αντικρύζω το θάνατο)•
    сойти в -у – κατεβαίνω (αποδημώ) στον άλλο κόσμο•
    унести (с собой) в -у – το παίρνω μαζί μου στον τάφο (δε βγάζω το μυστικό)•
    быть на краю -ы – είμαι, στο χείλος του τάφου (είμαι με το ένα πόδι στον τάφο).

    Большой русско-греческий словарь > могила

  • 18 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 19 реборда

    θ.
    γύρος, χείλος, άκρη (κυρίως τροχών).

    Большой русско-греческий словарь > реборда

См. также в других словарях:

  • χεῖλος — lip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • χείλος — το ους 1. χείλι: Έχει σαρκώδη χείλη. 2. κάθε άκρο ανοίγματος που χαίνει: Έφτασε στο χείλος του γκρεμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειλός — ὁ, Α βλ. χιλός …   Dictionary of Greek

  • αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …   Dictionary of Greek

  • προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • χείλε' — χεί̱λεα , χεῖλος lip neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χεί̱λει , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (attic epic) χεί̱λεϊ , χεῖλος lip neut dat sg (epic ionic) χεί̱λει , χεῖλος lip neut dat sg χεί̱λεε , χεῖλος lip neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • κεράσχειλος — κεράσχειλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεράσχειλοι, οἱ ἐπικαμπῆ ἔχοντες τὰ χείλη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + χειλος (< χεῑλος), πρβλ. λαγώ χειλος, ονό χειλος] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοπλουμόχειλος — κοκκινοπλουμόχειλος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία κόκκινα χείλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + * πλουμόχειλος (< πλουμί «στολίδι» + χειλος < χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, λεπτό χειλος] …   Dictionary of Greek

  • κωθωνόχειλος — κωθωνόχειλος, ον (Α) (για κύλικα) αυτός που έχει χείλη όμοια με εκείνα τού κώθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. κώθων + χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, παχύ χειλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»