-
1 χαλκογραφία
[халкографиа] ουσ. Θ. гравирование на меди,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαλκογραφία
-
2 гравюра
гравюра ж η γκραβούρα· η χαλκογραφία (на металле)· \гравюра на дереве η ξυλογραφία* * *жη γκραβούρα; η χαλκογραφία ( на металле)на де́реве — η ξυλογραφία
-
3 эстамп
-
4 акватинта
(жив.) η χαλκογραφία με χρήση νιτρικού οξέος, η ακουατίντα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акватинта
-
5 гравюра
1. (офорт) η γκραβούρα (ξεν.) 2. (эстамп) η χρωμοτυπία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гравюра
-
6 офорт
(вид гравюры на металле) η χαλκογραφία με νιτρικό οξύ, η ακουατίντα με ακουαφόρτε (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > офорт
-
7 эстамп
иск. η χαλκογραφία και η ξυλογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эстамп
-
8 гравюра
гравюраж τό ἔργο χαρακτικής:\гравюра на дереве ἡ ξυλογραφία· \гравюра на меди ἡ χαλκογραφία -
9 эстамп
эстампм иск. ἡ χαλκογραφία, ἡ ξυλογραφία. -
10 гравюра
-ы θ.η χαρακτική καθώς και το έργο•гравюра на дереве ξυλογραφία•
гравюра на меди η χαλκογραφία•
цветная гравюра έγχρωμη γλυπτική.
|| εικόνα βιβλίου. -
11 калькография
-и θ.χαλκογραφία. -
12 офорт
-а α.χαλκογραφία με νιτρικό οξύ (ακουαφόρτε).
См. также в других словарях:
χαλκογραφία — Ο όρος χ., που ετυμολογικά έπρεπε να σημαίνει μόνο χαρακτική σε χαλκό, απέκτησε από καιρό ευρύτερο νόημα, περιλαμβάνοντας κάθε κοίλη χαρακτική σε οποιοδήποτε μέταλλο, με ποικίλες τεχνικές μεθόδους (ακουαφόρτε, ακουατίντα, καλέμι, μαλακό κερί,… … Dictionary of Greek
χαλκογραφία — η 1. η τέχνη του χαλκογράφου. 2. χαλκογράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
ντέφι — Κρουστό μουσικό όργανο, αρχαίας προέλευσης. Αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχουν χάλκινα κύμβαλα ή κουδουνάκια. Η μία πλευρά του πλαισίου είναι σκεπασμένη με μεμβράνη ή κατεργασμένο δέρμα. Ο ήχος παράγεται με την κρούση ή… … Dictionary of Greek
ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… … Dictionary of Greek
ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπουμπουλίνας — Το μουσείο της θρυλικής ηρωίδας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας λειτουργεί από το 1991 στο αρχοντικό της κοντά στο λιμάνι των Σπετσών, υπό τη διεύθυνση του απογόνου της Φίλιππου Δεμερτζή Μπούμπουλη. Στις τέσσερις… … Dictionary of Greek
χαλκογράφημα — το, ατος το αποτέλεσμα του χαλκογραφώ, το απεικόνισμα που τυπώθηκε πάνω στο χαρτί με τη χαλκογραφία, η χαλκογραφία, η γκραβούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek