χαίνω
1χαίνω — βλ. πίν. 44 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …
2χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… …
3χαίνω — χάσκω, σχηματίζω χάσμα, είμαι ανοιχτός: Η πληγή του ακόμη χαίνει. (Εύχρηστο στον ενεστώτα και τον παρατατικό μόνο) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χαίνω — χάσκω yawn pres subj act 1st sg χάσκω yawn pres ind act 1st sg …
5χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …
6зиять — зияю, зияние, укр. зiяти, ст. слав. зѣѭ χαίνω зияю, зеваю (Супр.), болг. зея разеваю , сербохорв. зѝjати, зѝjа̑м, зjа̏ти, зjа̑м зиять, кричать , словен. zijati, zijȃm – то же, чеш. zati, zeji пыхтеть , польск. ziac, zieję. Родственно лит.… …
7Chaos — Das Chaos (deutsche Aussprache [ˈkaːɔs], vom griechischen χάος oder cháos) ist ein Zustand vollständiger Unordnung oder Verwirrung und damit der Gegenbegriff zu Kosmos, dem griechischen Begriff für die (Welt )Ordnung oder das Universum.… …
8χήμη — ἡ, Α 1. άνοιγμα σαν το στόμα που χασμουριέται 2. δίθυρο μαλάκιο 3. μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χη του ρ. χαίνω /χάσκω (για τον φωνηεντισμό βλ. λ. χάσκω) με κατάλ. μη, πρβλ. κώ μη, ῥύ μη (για τη σχέση τής λ. με το …
9Chaos (mythology) — For the state of disarray, see chaos.In Greek mythology, Chaos ( Xάος ) or Khaos is the original state of existence from which the first gods appeared. In other words, the dark void of space. It is made from a mixture of what the Ancient Greeks… …
10Chaos (Mythologie) — Das Chaos (griechisch χάος, cháos) ist ein Zustand vollständiger Unordnung oder Verwirrung und damit der Gegenbegriff zu Kosmos, dem griechischen Begriff für Ordnung. Inhaltsverzeichnis 1 Begriffsgeschichte 2 „Chaot“ 3 Zitate 4 Weitere… …