φϑόνον
1φθόνον — φθόνος ill will masc acc sg …
2ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …
3αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… …
4ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …
5προσεπιδράσσομαι — και αττ. τ. προσεπιδράττομαι Α 1. αρπάζω κάτι για τον εαυτό μου και τό οικειοποιούμαι («τῆς Ἀσίας βούλονταί τινα προσεπιδράττεσθαι», Πολ.) 2. μτφ. επισύρω κάτι εναντίον μου («προσεπιδραττομένους ἅμα καὶ τὸν ἐξακολουθοῡντα τοῑς τοιούτοις φθόνον»,… …
6ταπεινώνω — ταπεινῶ, όω, ΝΜΑ [ταπεινός] μτφ. μειώνω κάποιον, θίγω την υπερηφάνειά του, τόν εξευτελίζω νεοελλ. μέσ. ταπεινώνομαι μειώνεται η υπόληψά μου μσν. αρχ. 1. καθιστώ κάποιον μετριοπαθή, μετριόφρονα («ὅστις ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις… …