φύλακας
1φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …
2φύλακας — ο αυτός που φυλάγει κάτι, ο φρουρός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3φυλακᾶς — φυλακεύς watching masc acc pl φυλακή fem gen sg (doric aeolic) …
4φυλακάς — φυλακά̱ς , φυλακή fem acc pl …
5Φυλάκας — Φυλάκᾱς , Φυλάκη fem acc pl Φυλάκᾱς , Φυλάκη fem gen sg (doric aeolic) …
6φύλακας — φύλαξ watcher masc acc pl …
7ιεροφύλακας — ο (Α ἱεροφύλαξ και ποιητ. τ. ἱροφύλαξ) φύλακας τού ναού, επιστάτης τού ναού νεοελλ. ο φύλακας τών ιερών σκευών, ο φύλακας τού ιεροφυλακίου αρχ. (στη Ρώμη) ο αρχιερέας (pontifex) …
8Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …
9ακτοφύλακας — (και ακτοφύλαξ, ακος), ο 1. φύλακας, φρουρός τής ακτής 2. αυτός που ανήκει στη δύναμη τής ακτοφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φύλακας] …
10αμαξοφύλακας — ο 1. φύλακας αμαξών 2. αυτός που εποπτεύει και φροντίζει στον σταθμό ή στο αμαξοστάσιο τις σιδηροδρομικές άμαξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + φύλακας] …