φωτογραφίζω
1φωτογραφίζω — φωτογραφίζω, φωτογράφισα βλ. πίν. 33 …
2φωτογραφίζω — Ν 1. παίρνω φωτογραφία με τη χρήση ειδικής μηχανής 2. απεικονίζω σε φωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
3φωτογραφίζω — φωτογράφισα, φωτογραφίστηκα, φωτογραφισμένος, φωτογραφώ (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …
5φωτογράφιση — η, Ν η φωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] …
6φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …
7φωτογραφώ — έω, Ν [φωτογράφος] φωτογραφίζω …
8κινηματογραφώ — κινηματογράφησα, κινηματογραφήθηκα, κινηματογραφημένος, φωτογραφίζω με κινηματογραφικό μηχάνημα κινούμενα αντικείμενα για να τα προβάλω στην οθόνη: Κινηματογράφησε τους Ολυμπιακούς αγώνες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9συλλαμβάνω — και συλλαβαίνω συνέλαβα, συλλήφθηκα 1. πιάνω κάποιον, ενεργώ σύλληψη: Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τους δράστες. – Στον πόλεμο είχε συλληφθεί αιχμάλωτος. 2. σχηματίζω στο νου μου: Συνέλαβε μια καλή ιδέα. 3. φωτογραφίζω: Τον συνέλαβε ο φωτογραφικός… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10φωτογραφώ — φωτογράφησα, φωτογραφήθηκα, φωτογραφημένος, παίρνω φωτογραφίες, παίρνω εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, φωτογραφίζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)