φορτίζω
1φορτίζω — load pres subj act 1st sg φορτίζω load pres ind act 1st sg …
2φορτίζω — φορτίζω, φόρτισα βλ. πίν. 33 …
3φορτίζω — ΝΜΑ [φορτίς, ίδος] νεοελλ. 1. (σχετικά με μπαταρία) ενισχύω το ηλεκτρικό φορτίο, γεμίζω 2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερο βάρος, ένταση, σημασία (α. «η αναφορά στο θέμα τών αγνοουμένων φόρτισε την ατμόσφαιρα» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο πάθος»)… …
4φορτίζω — φόρτισα, φορτίστηκα, φορτισμένος 1. φορτώνω. 2. γεμίζω: Η μπαταρία δεν είναι φορτισμένη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πεφορτισμένα — φορτίζω load perf part mp neut nom/voc/acc pl πεφορτισμένᾱ , φορτίζω load perf part mp fem nom/voc/acc dual πεφορτισμένᾱ , φορτίζω load perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6φορτίζεσθε — φορτίζω load pres imperat mp 2nd pl φορτίζω load pres ind mp 2nd pl φορτίζω load imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7φορτίζετε — φορτίζω load pres imperat act 2nd pl φορτίζω load pres ind act 2nd pl φορτίζω load imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8πεφορτισμέναι — φορτίζω load perf part mp fem nom/voc pl πεφορτισμένᾱͅ , φορτίζω load perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …
9πεφορτισμένον — φορτίζω load perf part mp masc acc sg φορτίζω load perf part mp neut nom/voc/acc sg …
10πεφορτισμένων — φορτίζω load perf part mp fem gen pl φορτίζω load perf part mp masc/neut gen pl …