φιλόξενος
1Φιλόξενος — loving strangers masc nom sg …
2φιλόξενος — loving strangers masc/fem nom sg …
3φιλόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής διθυράμβων από τα Κύθηρα (435 – 380 ή 379). Όταν οι Αθηναίοι κυρίευσαν την πατρίδα του, μεταφέρθηκε στην Αθήνα αιχμάλωτος και έγινε αρχικά δούλος και έπειτα απελεύθερος του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη.… …
4φιλόξενος — η, ο επίρρ. α ο πρόθυμος να υποδέχεται και να περιποιείται με φιλοφροσύνη τους ξένους στο σπίτι του: Οι φίλοι σας είναι φιλόξενοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5φιλοξενωτάτων — φιλόξενος loving strangers fem gen superl pl φιλόξενος loving strangers masc/neut gen superl pl …
6φιλοξενώτατον — φιλόξενος loving strangers masc acc superl sg φιλόξενος loving strangers neut nom/voc/acc superl sg …
7φιλοξένως — φιλόξενος loving strangers adverbial φιλόξενος loving strangers masc/fem acc pl (doric) …
8φιλόξεινον — φιλόξενος loving strangers masc/fem acc sg φιλόξενος loving strangers neut nom/voc/acc sg …
9φιλόξενον — φιλόξενος loving strangers masc/fem acc sg φιλόξενος loving strangers neut nom/voc/acc sg …
10φιλοξεινότατος — φιλόξενος loving strangers masc nom superl sg …