-
1 υποψήφιος
[ипопсифиос] επ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποψήφιος
-
2 абитуриент
-
3 кандидат
кандидат м 1) о υποψή φιος* \кандидат в депутаты о υποψή φιος βουλευτής \кандидат в члены το δόκιμο μέρος 2): \кандидат наук о διδάκτορας* * *м1) υποψήφιοςкандида́т в депута́ты — ο υποψήφιος βουλευτής
кандида́т в чле́ны — το δόκιμο μέρος
2)кандида́т нау́к — ο διδάκτορας
-
4 кандидат
кандидатм ὁ ὑποψήφιος:\кандидат в депу-τέτυ ὁ ὑποψήφιος βουλευτής· \кандидат в члены партии τό δόκιμο μέλος τοῦ κόμματος· \кандидат нау́к ὁ διδάκτωρ· выдвигать в \кандидаты προτείνω ὑποψήφιους. -
5 кандидат
-а α.-ка, -и θ.υποψήφιος•кандидат в депутаты υποψήφιος βουλευτής•
выдвигать в -ы προτείνω υποψήφιους.
|| διδάκτορας•технических наук διδάκτορας τεχνικών επιστημών.
εκφρ.кандидат в члены партии – δόκιμο μέλος του κόμματος. -
6 кандидатура
-ы θ.1. υποψηφιότητα•выставить чью-л. -у προτείνω για υποψήφιο•
снять свою -у αποσύρω την υποψηφιότητα μου.
2. υποψήφιος•подходящая кандидатура καλός υποψήφιος.
-
7 соискатель
-я α. -нща, -ы θ.υποψήφιος, ανταγωνιστής, συναγωνιστής• διαγωνιζόμενος•соискатель премии υποψήφιος για το βραβείο.
-
8 кандидат
1. (лицо, которое предполагается к избиранию, назначению и т.п.) о υποψήφιος 2. (младшая учёная степень) о διδάκτορας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кандидат
-
9 соискание
η διεκδίκηση, η επιδίωξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > соискание
-
10 самоотвод
самоотводм:брать \самоотвод ἀποσύρω τήν ὑποψηφιότητά μου, ζητώ τήν ἀπαλλαγή μου ἀπό ὑποψήφιος. -
11 соискатель
соиска||тельм ὁ ὑποψήφιος. -
12 кандидат
[κανντιντάτ] ουσ. α. υποψήφιος -
13 соискатель
[σαισκάτιλ'] ουσ. α. υποψήφιος -
14 кандидат
[κανντιντάτ] ουσ α υποψήφιος -
15 соискатель
[σαισκάτιλ'] ουσ α υποψήφιος -
16 абитуриент
-а α.υποψήφιος φοιτητής, ο διαγωνιζόμενος. -
17 докторант
-а α.υποψήφιος, επίδοξος διδακτορίας. -
18 магистрант
-а. α. υποψήφιος φοιτητής:για τον τίτλο του μάγιστρου. -
19 соревнователь
-я α.:член соревнователь υποψήφιος για μόνιμος καθηγητής (μερικών ιδρυμάτων).
См. также в других словарях:
υποψήφιος — α, ο / ὑποψήφιος, ον, ΝΜΑ αυτός που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα με ψηφοφορία («υποψήφιος βουλευτής») νεοελλ. 1. (κατ. επέκτ.) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει οποιαδήποτε θέση ή να επιτύχει ικανοποιητική αποκατάσταση (α. «υποψήφιος γαμπρός» … Dictionary of Greek
υποψήφιος — α, ο 1. αυτός που περιμένει να εκλεγεί με ψηφοφορία σ ένα αξίωμα: Υποψήφιος βουλευτής. 2. αυτός που αποβλέπει σε κάποια θέση ή άλλη αποκατάσταση: Υποψήφιος γαμπρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… … Dictionary of Greek
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
υποψηφιότητα — η, Ν 1. το να είναι κανείς υποψήφιος 2. φρ. «υποβάλλω [ή θέτω ἡ βάζω] υποψηφιότητα» συμμετέχω σε ψηφοφορία ως υποψήφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποψήφιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποψηφιότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ … Dictionary of Greek