Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπεράνω

  • 1 υπεράνω

    [ипэрано] εχίρ. наверху, выше, свыше, больше,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπεράνω

  • 2 свыше

    свыше υπεράνω, παραπάνω; πάνω από (сверх это \свыше моих сил είναι υπεράνω των δυνάμεων μου
    * * *
    υπεράνω, παραπάνω; πάνω από ( сверх)

    э́то свы́ше мои́х сил — είναι υπεράνω των δυνάμεών μου

    Русско-греческий словарь > свыше

  • 3 выше

    выше
    1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:
    \выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί
    2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:
    температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου.

    Русско-новогреческий словарь > выше

  • 4 сверх

    сверх
    предлог с род. п.
    1. (поверх) ἀποπάνω·
    2. (выше меры, нормы) πάνω ἀπό, ὑπεράνω, ὑπέρ:
    \сверх сил πάνω ἀπό τίς δυνάμεις, ὑπεράνω τῶν δυνάμεων \сверх меры ὑπερβολικά, ὑπέρ τό μέτρον, ὑπέρμετρος· Ъ.(кроме, помимо) ἐπιπλέον, ἐκτός αὐ-τοῦ, περιπλέον, πλήν αὐτοῦ:
    \сверх плана πάνω ἀπό τό πλάνο· \сверх штата ὑπεράριθμος· \сверх того ἐπί πλέον, ἐκτός ἀπ' αὐτό· \сверх всякого ожидания ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν.

    Русско-новогреческий словарь > сверх

  • 5 надлобковый

    επ. ο υπεράνω του ηβικού οστού•

    -ая область ο χώρος υπεράνω του ηβικού οστού.

    Большой русско-греческий словарь > надлобковый

  • 6 надоконный

    επ. ο υπεράνω του παραθυριού•

    -корниз η υπεράνω του παραθυριού κορνίζα.

    Большой русско-греческий словарь > надоконный

  • 7 сверх

    πρόθ. με γεν.
    1. επάνω, από πάνω•

    сверх платья она надела плащ πάνω από το φόρεμα αυτή φόρεσε αδιάβροχο.

    || υπεράνω•

    смотреть на собеседника сверх очков κοιτάζω τον συνομιλητή πάνω από τα ματογυάλια.

    2. επί πλέον, επιπρόσθετα, περιπλέον, παραπανήσια,
    3. υπέρ, υπεράνω, παραπάνω• πάνω από•

    сверх сил πάνω από τις δυνάμεις•

    сверх меры υπέρμετρα, πάνω από το μέτρο•

    сверх плана πάνω από το πλάνο•

    сверх штата υπεράριθμος.

    4. παρά•

    сверх обыкновения παρά τη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > сверх

  • 8 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 9 над

    над
    предлог с твор. п.
    1. (поверх) (έ)πάνω ἀπό, ὑπεράνω, ἀποπάνω:
    лампа над столом ἡ λάμπα εἶναι ἐπάνω ἀπό τό τραπέζι· над моей головой πάνω ἀπό τό κεφάλι μου·
    2. перен (со словами, означающими:
    иметь власть, господствовать) ἐπί, ἐπάνω σέ.· вы имеете над ним большую власть ἐχετε μεγάλη ἐπιρροή ἐπάνω του·
    3. (в остальных случаях передается винительным падежом):
    работать над чертежом δουλεύω τό σχέδιο· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου (или σπαζοκεφαλιάζω) νά λύσω Ενα ζήτημα· смеяться над кем-л. (над чем-л.) εἰρωνεύομαι, κοροϊδεύω κάποιον (κάτι)· сжалиться над кем-л. λυπάμαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > над

  • 10 надводный

    надводн||ый
    прил πάνω ἀπ' τό νερό, ὑπεράνω του ϋδατος:
    \надводныйая часть судна τά ψηλά (или τά ἔξαλα) τοῦ πλοίου.

    Русско-новогреческий словарь > надводный

  • 11 превыше

    превыше
    нареч:
    \превыше всего́ πάνω ἀπό ὀλα, ὑπεράνω ὀλων.

    Русско-новогреческий словарь > превыше

  • 12 верх

    -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. κορυφή•

    -и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•

    -и деревьев οι κορυφές των δέντρων•

    забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.

    2. επιστέγασμα οχήματος•

    поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.

    3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).
    4. ο άνω ρους του ποταμού.
    5. πλθ.μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•

    совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.

    6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•

    верх совершенства παραπάνω από τέλειο.

    7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.
    8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•

    одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.

    9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•

    усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.

    εκφρ.
    брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•
    быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•
    под верх – για ιππασία, της καβάλας•
    лошадь под верх – άλογο της καβάλας.

    Большой русско-греческий словарь > верх

  • 13 над

    κ. надо (πρόθεση με οργν.)1
    1. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•

    над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•

    лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•

    над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.

    2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•

    над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•

    диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•

    диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•

    начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.

    || για, διά•

    трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.

    || με•

    смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.

    || σε, προς•

    насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•

    сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > над

  • 14 надгрудный

    επ. ο υπεράνω του στήθους.

    Большой русско-греческий словарь > надгрудный

  • 15 надключичный

    επ. ο υπεράνω της κλειδαριάς, υπερκλείθριος.

    Большой русско-греческий словарь > надключичный

  • 16 надписка

    θ.
    1. επιγραφή.
    2. γραφή υπεράνω της σειράς γραμμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > надписка

  • 17 надпяточный

    επ.,ο υπεράνω της φτέρνας.

    Большой русско-греческий словарь > надпяточный

  • 18 надстрочный

    επ.
    υπεράνω της σειράς (κειμένου)•

    надстрочный знак σημάδι πάνω από τη σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > надстрочный

  • 19 перелёт

    α.
    1. πτήση, πέταγμα.
    2. διά-πτηση.
    3. αποδημία•

    перелёт птиц αποδημία πτηνών.

    4. πτήση υπεράνω.
    5. πέταγμα, πήδημα, υπερπήδηση.
    6. πτώση πέραν του στόχου (για σφαίρα, βλήμα).

    Большой русско-греческий словарь > перелёт

  • 20 переплюнуть

    ρ.σ.
    1. φτύνω υπεράνω.
    2. μ. φτύνω μακρύτερα. || μτφ. ξεπερνώ.

    Большой русско-греческий словарь > переплюнуть

См. также в других словарях:

  • υπεράνω — ὑπεράνω ΝΜΑ επίρρ. 1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω τής στέγης τού ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.) 2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω τού… …   Dictionary of Greek

  • ὑπεράνω — above indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ՎԵՐ — ( ) NBH 2 0801 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c Արմատ բառիցս Ի Վեր, ʼի Վերոյ. ʼի Վերայ. Վերստին. (լծ. գեր. եւ պ. պէր, ֆէր, զիպէր. յն. իբէ՛ր. լտ. սու՛բէր ). ὐπέρ super. որպէս եւ իբր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

  • Harrowing of Hell — The Harrowing of Hell, depicted in the Petites Heures de Jean de Berry, 14th c. illuminated manuscript commissioned by John, Duke of Berry. The Harrowing of Hell (Latin Descensus Christi ad Inferos the descent of Christ into hell ) is a doctrine… …   Wikipedia

  • выше — (71) сравн. степ. 1. Выше чего л.; над чем л.: свита поѩсомь притѩжена к те леси. прѣпоѩсати же сѩ не выше чрѣслъ. женьскы бо ѥсть се. КР 1284, 196в; ре(ч) бо: бѹдеть въ послѣднѩ˫а д҃ни ˫авѣ гора г(с)нѩ и домъ г(с)нь на версѣ(х) горъ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вышии — (204) сравн. степ. к высокыи. 1.В 1 знач.: онболъ окованъ бѩше всь сребромь. и столпы сребрьныѥ… и ·в͠і· кр(с)та иже надъ олтаремь. бѩхѹ. межи ими шишкы. ˫ако дрѣва вышьша мѹ(ж). ЛН XIII–XIV, 70 (1204); потопъ же бы(с) за ·м҃· д҃нии, и всѩ землѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»