υπεράνω

  • 1υπεράνω — ὑπεράνω ΝΜΑ επίρρ. 1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω τής στέγης τού ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.) 2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω τού… …

    Dictionary of Greek

  • 2ὑπεράνω — above indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …

    Dictionary of Greek

  • 4ՎԵՐ — ( ) NBH 2 0801 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c Արմատ բառիցս Ի Վեր, ʼի Վերոյ. ʼի Վերայ. Վերստին. (լծ. գեր. եւ պ. պէր, ֆէր, զիպէր. յն. իբէ՛ր. լտ. սու՛բէր ). ὐπέρ super. որպէս եւ իբր… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 5υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …

    Dictionary of Greek

  • 6Harrowing of Hell — The Harrowing of Hell, depicted in the Petites Heures de Jean de Berry, 14th c. illuminated manuscript commissioned by John, Duke of Berry. The Harrowing of Hell (Latin Descensus Christi ad Inferos the descent of Christ into hell ) is a doctrine… …

    Wikipedia

  • 7выше — (71) сравн. степ. 1. Выше чего л.; над чем л.: свита поѩсомь притѩжена к те леси. прѣпоѩсати же сѩ не выше чрѣслъ. женьскы бо ѥсть се. КР 1284, 196в; ре(ч) бо: бѹдеть въ послѣднѩ˫а д҃ни ˫авѣ гора г(с)нѩ и домъ г(с)нь на версѣ(х) горъ и… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 8вышии — (204) сравн. степ. к высокыи. 1.В 1 знач.: онболъ окованъ бѩше всь сребромь. и столпы сребрьныѥ… и ·в͠і· кр(с)та иже надъ олтаремь. бѩхѹ. межи ими шишкы. ˫ако дрѣва вышьша мѹ(ж). ЛН XIII–XIV, 70 (1204); потопъ же бы(с) за ·м҃· д҃нии, и всѩ землѩ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 9άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 10έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …

    Dictionary of Greek