τὰ μέγιστ
1μέγιστ' — μέγιστα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγιστε , μέγας big masc voc sg μέγισται , μέγας big fem nom/voc pl …
2Πεδιώ — οῡς, ἡ, Α προσωνυμία τής θεάς Ήρας ως προστάτιδας τής πεδιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + κατάλ. ώ (πρβλ. Μεγιστ ώ)] …
3καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α …
4φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …