τὰ αὑτοῦ ἴ
1.αυτοῦ — αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg …
2αυτού — και ευτού (AM αὐτοῡ) επίρρ. ακριβώς σ αυτό το μέρος, εδώ, εκεί νεοελλ. 1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς 2. τότε, στη στιγμή αρχ. φρ. «αὐτοῡ ταύτη» ακριβώς εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)] …
3αυτού — 1. επίρρ. τοπικό, σ αυτό το μέρος: Κάθισε αυτού που είσαι. 2. σπν. επίρρ. χρον., τότε: Κι αυτού στο γέρμα του ηλιού, κοντά να ξημερώσει (δημοτ. στίχ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αὐτοῦ — αὐτός self neut gen sg αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ just there indeclform (adverb) …
5αὑτοῦ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg …
6Εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. — εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. См. На чью либо голову …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. — τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. См. Собственной тени боится …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. — τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. См. Волка ноги кормят …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9Οὐδεὶς ἔπτυσεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς μὴ τὸ πτύσμα πρὸς τὸ αὐτοῦ καταπεσεῖν πρόσωπον. — См. Вверх не плюй: себя побереги …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως. — См. Протей …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)