τό δίχως
1διχώς — διχῶς επίρρ. (Α) με δύο τρόπους, διττώς …
2δίχως — (Μ δίχως) 1. (προθ. με αιτ. ή γεν.) χωρίς 2. φρ. «το δίχως άλλο» οπωσδήποτε, εξάπαντος 3. (επίρρ. με το να ή το με) «έφυγε δίχως να μού πει λέξη», «με δίχως να τό ξέρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίχως προήλθε από συμφυρμό των αρχ. λ. διχώς και δίχα] …
3δίχως — πρόθ., χωρίς: Άνθρωπος δίχως οικογένεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διχῶς — διχόω pres ind act 2nd sg (doric) διχῶς doubly indeclform (adverb) …
5δίχως — διχόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
6Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …
7Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …
8αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …
9αμαχητί — επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) [ἀμάχητος] δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας νεοελλ. δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση …
10αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …