-
1 τυπώνω
[типоно] р. печатать, отпечатывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τυπώνω
-
2 напечатать
τυπώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напечатать
-
3 допечатав
ρ.σ.μ.1. τυπώνω ως το τέλος, τυπώνω ως.2. τυπώνω συμπληρωματικά. -
4 печатать
1. (типографическим способом) (εκ)τυπώνω 2. (на пишущей машинке) δακτυλογραφώ, (на компьютере) γράφω 3. (воспроизводить фотоснимок с негатива) βγάζω/τυπώνω (τις φωτογραφίες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печатать
-
5 печатать
печатать τυπώνω· δημοσιεύω, εκδίδω (публиковать)· δακτυλογραφώ (на машинке)* * *τυπώνω; δημοσιεύω, εκδίδω ( публиковать); δακτυλογραφώ ( на машинке) -
6 тиснуть
тиснутьсов полигр. τυπώνω, τραβώ:\тиснуть корректуру τυπώνω τις διορθώσεις. -
7 вколотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -лоченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. μπήγω•вколотить гвозды χτυπώ καρφιά•
вколотить кол в землю μπήγω πάσσαλο στη γη.
2. (απλ.) βάζω, τυπώνω στο μυαλό, στο κεφάλι (με επίμονες επαναλήψεις).εκφρ.вколотить себе в голову – τυπώνω στο μυαλό μου•-ил себе в голову, будто его преследуют – του τυπώθηκε στο μυαλό πως τον καταδιώκουν. -
8 печатать
ρ.δ.1. (εκ)τυπώνω•печатать газеты τυπώνω εφημερίδες•
вновь печатать ξανατυπώνω•
печатать на литографии λιθογραφώ•
печатать на машинке δακτυλογραφώ.
|| δημοσιεύω στον τύπο.2. βγάζω φωτογραφίες στο χαρτί.3. παλ. σφραγίζω, βάζω σφραγίδα.εκφρ.печатать шаг – βηματίζω, βαδίζω σταθερά, προχωρώ βάδην.(εκ)τυπώνομαι. || δημοσιεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 припечатать
ρ.σ.μ.1. τυπώνω συμπληρωματικά (στο ίδιο έντυπο).2. παλ. τυπώνω.3. σφραγίζω, κλείνω, βουλώνω.4. (απλ.) σφραγίζω, βάζω σφραγίδα. -
10 пропечатать
ρ.σ.μ.1. (απλ.) δημοσιεύω.2. τυπώνω.3. δακτυλογραφώ τυπώνω (για ενα χρον. διάστημα). -
11 упечатать
ρ.σ.μ. τυπώνω, κάνω να χωρέσει, συμπεριλαβαίνω•упечатать объявление на одном листе τυπώνω ανακοίνωση σε ένα φύλλο.
τυπώνομαι•статья -лась на две страницах το άρθρο τυπώθηκε σε δυο σελίδες.
-
12 набивать
1. (уплотнение) τοποθετώ/γεμίζω (με παρέμβυσμα) 2. (ткань) τυπώνω (πάνω στο ύφασμα) 3. (сигареты) γεμίζω (τα τσιγάρα με καπνό) 4. (колбасные изделия) γεμίζω με κιμά (π χ τα λουκάνικα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набивать
-
13 набить
1. (чём-л.) γεμίζω, πληρώ 2. (сваи) μπήγω (πασσάλους) 3. (рисунок) τυπώνω το σχέδιο (σε ύφασμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набить
-
14 стереотипирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стереотипирование
-
15 штамповать
1. (ставить штамп в 1 знач.) σφραγίζω 2. (изготовлять при помощи штампа во 2 знач.) τυπώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штамповать
-
16 отпечатывать
отпечатыватьнесов1. (в типографии, тж. фото) (έκ)τυπώνω·2. (на пишущей машинке) γράφω στή γραφομηχανή·3. (оставлять отпечаток, след) ἀποτυπώνω, ἐντυπώνω·4. (снять печати) ἀποσφραγίζω, ξεσφραγίζω:\отпечатывать ко́миату ἀποσφραγίζω δωμάτιο. -
17 оттискивать
оттискиватьнесов1. (оттеснять) разг ἀπωθώ, σπρώχνω·2. (оставлять отпечаток, след чего-л.) ἀφήνω Ιχνη·3. полигр. τυπώνω, ἐκτυπώ, σταμπάρω. -
18 печатать
печататьнесов τυπώνω, τυπῶ / δακτυλογραφώ (на пишущей машинке). -
19 врезать
вре/ зать, вреза/тьврежу, врежешь ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα εγκόπτοντας•врезать замок в дверь βάζω εσωτερική κλειδαριά στην πόρτα.
2. μτφ. τυπώνω, βάζω (στο μυαλό, νου, μνήμη).1. κόβοντας, σχίζοντας μπαίνω μέσα, μπήγομαι, χώνομαι μέσα•лодка -лась в песок η βάρκα κόλλησε στον άμμο.
2. εισβάλλω, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•конница -лась в неприятельскую пехоту το ιππικό εισέδυσε στο εχθρικό πεζικό.
3. μτφ. τυπώνομαι (στο μυαλό, νου, μνήμη).4. (απλ.) ερωτεύομαι•врезать по уши ερωτεύομαι τρελλά, είμαι φοβερά ερωτοχτυπημένος.
-
20 втемяшить
-шу, -шишьρ.σ.μ.βάζω, τυπώνω στο μυαλό (κάποιου).μου τυπώθηκε, μου μπήκε στο μυαλό, στο κεφάλι•-лось ему, что он болен του τυπώθηκε ότι είναι άρρωστος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τυπώνω — τυπώνω, τύπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυπώνω — τυπῶ, όω, ΝΜΑ [τύπος] νεοελλ. 1. αναπαράγω κείμενα ή εικόνες με το τυπογραφικό πιεστήριο, εκτυπώνω 2. συνεκδ. εκδίδω («τύπωσε μια καινούργια συλλογή ποιημάτων») 3. χαράζω σχέδια με πίεση πάνω σε ένα μαλακό σώμα, αποτυπώνω 4. (το β πρόσ. προστ.… … Dictionary of Greek
τυπώνω — τύπωσα, τυπώθηκα, τυπωμένος 1. αποτυπώνω, απεικονίζω: Το χέρι μου τυπώθηκε στο αλεύρι. 2. εκτυπώνω, αναπαράγω με την τυπογραφία: Τυπώνεται η προκήρυξη. 3. εκδίδω, κάνω τυπογραφικές εκδόσεις: Τυπώνω δύο περιοδικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατυπώνω — παρατυπῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. 1. τυπώνω εσφαλμένα, λανθασμένα 2. τυπώνω πάρα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονται αρχ. (μόνον το μέσ.) παρατυποῡμαι 1. τυπώνω τη σφραγίδα σφάλερά, παραποιώ («τὸ παρασημηνάμενος ὁ Θουκυδίδης ἐπὶ τοῡ παρατυπώσασθαι τῆν… … Dictionary of Greek
εκτυπώνω — και εκτυπώ ( όω) (AM ἐκτυπῶ) αποτυπώνω πάνω σε μια επιφάνεια κάτι έτσι ώστε να προεξέχει σαν ανάγλυφο νεοελλ. τυπώνω έντυπο με το τυπογραφικό πιεστήριο μσν. 1. διαμορφώνω 2. αναπαριστάνω αρχ. 1. μορφώνω, σχηματίζω, διατυπώνω 2. μέσ. ἐκτυποῡμαι… … Dictionary of Greek
εντυπώνω — (AM έντυπῶ, όω) χαράζω, τυπώνω κάτι με πίεση, αποτυπώνω, εγχαράσσω («εἰς τὰ νομίσματα... ξιφίδια δύο ἐνετύπου», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. αποτυπώνω στο μυαλό μου, στη μνήμη μου μσν. (για γράμματα) γράφω αρχ. παθ. είμαι εξομαλυσμένος με πίεση … Dictionary of Greek
επιτυπώ — ἐπιτυπῶ, όω (AM) εκτυπώνω, αποτυπώνω, διατυπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυπώ «τυπώνω» (< τύπος)] … Dictionary of Greek
ευπαρατύπωτος — εὐπαρατύπωτος, ον (Α) 1. (για νομίσματα) αυτός που παραχαράσσεται εύκολα 2. αυτός που δέχεται εύκολα ψεύτικες εντυπώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα τυπόω, ώ «τυπώνω κακώς»] … Dictionary of Greek
ζιγκογραφώ — έω τσιγκογραφώ*, τυπώνω με τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφώ (< γράφος* < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ, χορο γραφώ] … Dictionary of Greek
κακοτυπώνω — 1. τυπώνω άσχημα, ελαττωματικά, ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοτυπωμένος, η, ο κακέκτυπος … Dictionary of Greek
μετατυπώνω — (ΑΜ μετατυπῶ, όω, Μ και ματατυπώνω) νεοελλ. μσν. τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω αρχ. 1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου 2. μεταβάλλω τη γραφή 3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω … Dictionary of Greek