το φέρσιμο

  • 1φέρσιμο — το, ατος 1. η μετακόμιση, η μεταφορά: Το φέρσιμο των επίπλων. 2. μτφ., ο τρόπος με τον οποίο φέρεται κανείς, η συμπεριφορά, η διαγωγή, ο τρόπος: Είναι ευγενικός, έχει καλό φέρσιμο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2φέρσιμο — το, Ν 1. μεταφορά 2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. σιμο (πρβλ. πάρ σιμο)] …

    Dictionary of Greek

  • 3Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… …

    Dictionary of Greek

  • 4αδικότροπος — ἀδικότροπος, ον (Α) αυτός που έχει άδικο φέρσιμο ή χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + τρόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 5αντρίκιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή που αρμόζει σε άντρα, που χαρακτηρίζει τον άντρα («αντρίκια φωνή», «αντρίκιες δουλειές») 2. ανδρείος, γενναίος («αντρίκια λόγια», «αντρίκιο φέρσιμο») …

    Dictionary of Greek

  • 6βλάμικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε βλάμη («βλάμικο φέρσιμο») …

    Dictionary of Greek

  • 7διαγωγή — η (AM διαγωγή) [διάγω] 1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του 2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές β) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» πόρνη μσν. νεοελλ. τόπος διαμονής αρχ. 1. η… …

    Dictionary of Greek

  • 8μάγκικος — η, ο [μάγκας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μάγκα («μάγκικο φέρσιμο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μάγκικα οι μαγκιές …

    Dictionary of Greek

  • 9μαγκιά — η η ενέργεια, η συμπεριφορά τού μάγκα, μάγκικο φέρσιμο ή μάγκικος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγκας + κατάλ. ιά (πρβλ. ζαρ ιά, τροχ ιά)] …

    Dictionary of Greek

  • 10μεγαλόπιασμα — το [μεγαλοπιάνομαι] το φέρσιμο εκείνων που μεγαλοπιάνονται …

    Dictionary of Greek