το ταχυδρομείο

  • 1ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …

    Dictionary of Greek

  • 2ταχυδρομείο — το 1. κρατική υπηρεσία που μεταφέρει και παραδίνει με πληρωμή (γραμματόσημα) στους δικαιούχους επιστολές, δέματα, χρήματα κτλ. 2. η έδρα της υπηρεσίας αυτής σε διάφορες πόλεις: Ταχυδρομείο Σερρών. 3. το σύνολο των πραγμάτων που μεταφέρονται με… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — (e mail). Πρόκειται για ένα σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων και αρχείων σε ηλεκτρονική μορφή μέσω υπολογιστών ευρισκομένων σε τοπικά ή ευρείας περιοχής δίκτυα. Η μεγάλη διάδοση και χρήση του Ίντερνετ βοήθησε πολύ στην καθιέρωση του η.τ., καθώς δίνει …

    Dictionary of Greek

  • 4ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… …

    Dictionary of Greek

  • 5διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 6ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …

    Dictionary of Greek

  • 7ταχυδρομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο: Ταχυδρομική διανομή. 2. το αρσ. ως ουσ., ταχυδρομικός ο υπάλληλος του ταχυδρομείου. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ταχυδρομικά τα τέλη της αποστολής με το ταχυδρομείο, τα γραμματόσημα:… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 8Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …

    Deutsch Wikipedia

  • 9Griechische Sprachenfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …

    Deutsch Wikipedia

  • 10Griechische Sprachfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …

    Deutsch Wikipedia