το περίβλημα
1περίβλημα — garment neut nom/voc/acc sg …
2περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία …
3περίβλημα — το 1. καθετί που περιβάλλει κάτι άλλο: Το περίβλημα των σπόρων είναι προστατευτικό μέσο. 2. επένδυση: Το περίβλημα των καλωδίων είναι από μονωτική ουσία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… …
5περιβλημάτων — περίβλημα garment neut gen pl …
6περιβλήμασι — περίβλημα garment neut dat pl …
7περιβλήμασιν — περίβλημα garment neut dat pl …
8περιβλήματα — περίβλημα garment neut nom/voc/acc pl …
9περιβλήματι — περίβλημα garment neut dat sg …
10περιβλήματος — περίβλημα garment neut gen sg …