το μονοπώλιο

  • 41συναλλαγματικός — ή, όν, ΝΑ [συνάλλαγμα, άγματος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συνάλλαγμα 2. το θηλ. ως ουσ. η συναλλαγματική (εμπ. δίκ. οικον.) έγγραφο που ανήκει στην κατηγορία τών αξιογράφων εις διαταγήν υπό τύπον ανοιχτής επιστολής η οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 42τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …

    Dictionary of Greek

  • 43τρίσχιστος — ίστη, ον, Α 1. σχισμένος στα τρία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρισχίστη (στην Αίγυπτο) η στυπτηρία, το μονοπώλιο τών στυπτικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. τετρά σχιστος] …

    Dictionary of Greek

  • 44φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …

    Dictionary of Greek

  • 45χάνσα — Ήδη από τον 12o αι. η λέξη χρησιμοποιόταν στη Γερμανία, τη βόρεια Γαλλία και την Αγγλία για τις εμπορικές και πολιτικές ενώσεις πόλεων αυτών των χωρών, που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Τευτονική X. Ένωση πόλεων της βόρειας… …

    Dictionary of Greek

  • 46χρυσοχοΐα — Η λέξη αρχικά σήμαινε την κατεργασία του χρυσού για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. Η έλλειψη όμως και η ακρίβεια του πολύτιμου αυτού μετάλλου ανάγκασαν τους τεχνίτες να επιδοθούν και στην κατεργασία του ασημιού, στις αρχές μάλιστα του 19ου… …

    Dictionary of Greek

  • 47Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 48Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …

    Dictionary of Greek

  • 49Βαρκελώνη — (Barcelona). Πόλη (1.496.266 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ισπανίας στις ακτές της Μεσογείου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.728 τ. χλμ., 4.804.626 κάτ. το 2001) και του γεωγραφικού διαμερίσματος της Καταλονίας. Είναι χτισμένη σε παράλια πεδινή… …

    Dictionary of Greek

  • 50Βίτε, Σεργκέι Γιούλιεβιτς — (Sergei Yulyevich Witte, Τιφλίδα 1849 – Πετρούπολη 1915). Ρώσος πολιτικός από την Αρμενία. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Οδησσού τοποθετήθηκε στην υπηρεσία σιδηροδρόμων της χώρας, στην οποία έγινε διευθυντής. Η επιτυχημένη… …

    Dictionary of Greek