το μονοπώλιο

  • 31νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …

    Dictionary of Greek

  • 32ξυλικός — ή, ό (Α ξυλικός, ή, όν) [ξύλον] το θηλ. ως ουσ. η ξυλική ξύλα που λαμβάνονται από υλοτομία τού δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια άλλη εργασία, η ξυλεία αρχ. 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από ξύλο, ξύλινος ή όμοιος με ξύλο 2 …

    Dictionary of Greek

  • 33ολιγοπώλιο — Μορφή αγοράς, στην οποία η προσφορά κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων, που ονομάζονται ολιγοπωλητές. Η κατάσταση παρουσιάζει μερικές όψεις ανάλογες είτε με τον τέλειο συναγωνισμό είτε με το τέλειο μονοπώλιο. Πράγματι …

    Dictionary of Greek

  • 34ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 35πατέ — (Pathé). Όνομα δύο Γάλλων αδελφών αρχιτεκτόνων, του Eμίλ (1860 – 1937) και του Σαρλ (1863 – 1957). Μαζί με τον Ερρίκο Λιορέ ίδρυσαν τη φερώνυμη γαλλική φωτογραφική βιομηχανία. Στα εργοστάσιά τους κατασκεύασαν φωνογραφικό μηχάνημα παρόμοιο με του… …

    Dictionary of Greek

  • 36ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …

    Dictionary of Greek

  • 37πορφυρικός — ή, όν, ΝΑ [πορφύρα] το θηλ. ως ουσ. ἡ πορφυρική το μονοπώλιο τής κατεργασίας τής πορφύρας, τής βαφής πορφυρών υφασμάτων («ἡ κατὰ Λυκίαν πορφυρική», Πάπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 38προαγορά — H συγκέντρωση από ένα πρόσωπο μεγάλων ποσοτήτων οποιουδήποτε αγαθού, με τον σκοπό να αποκτήσει το μονοπώλιό του και να μπορέσει έτσι να καθορίζει αυθαίρετα την τιμή του. Η τακτική του τραβήγματος από την αγορά ολόκληρης ή σχεδόν ολόκληρης της… …

    Dictionary of Greek

  • 39στυπτηρία — η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α νεοελλ. χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας τού καλίου και τού αργιλίου, κν. στύψη αρχ. (ενν. γη) 1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα 2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών… …

    Dictionary of Greek

  • 40συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …

    Dictionary of Greek