το μονοπώλιο

  • 21εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …

    Dictionary of Greek

  • 22καρτέλ — Σύμπραξη ανάμεσα σε επαγγελματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές ομάδες με σκοπό την κοινή δράση. Η συνεννόηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τον καθορισμό των κατώτερων τιμών στις οποίες θα πωλούν διάφορα προϊόντα είτε με τον περιορισμό της… …

    Dictionary of Greek

  • 23καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… …

    Dictionary of Greek

  • 24κουρία — Υποδιαίρεση του ρωμαϊκού πληθυσμού και τόπος των συνελεύσεών του κατά τη ρωμαϊκή ιστορία. Η πρώτη οργάνωση του ρωμαϊκού λαού ήταν ο καταμερισμός των γενών σε τριάντα κ., οι οποίες με τη σειρά τους σχημάτιζαν τρεις φυλές. Ως βάση της κ. θεωρούσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 25μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… …

    Dictionary of Greek

  • 26μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …

    Dictionary of Greek

  • 27μονοπωλείον — μονοπωλεῑον και μονοπουλεῑο(ν) και μονοπουλίο(ν), τὸ (Μ) [μονοπώλης] το μονοπώλιο …

    Dictionary of Greek

  • 28μονοπωλώ — (Α μονοπωλῶ, έω) [μονοπώλης] πουλώ κατ αποκλειστικότητα ένα προϊόν ή εμπόρευμα, έχω το μονοπώλιο ενός προϊόντος νεοελλ. 1. καθιστώ ένα εμπόρευμα μονοπωλιακό 2. μτφ. α) αποκτώ ή σφετερίζομαι αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν τομέα («μονοπωλεί τις… …

    Dictionary of Greek

  • 29μονοπώλης — μονοπώλης, ὁ (Α) αυτός που μονοπωλεί, που έχει το μονοπώλιο ενός εμπορεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντο πώλης] …

    Dictionary of Greek

  • 30μονοπώλια — μονοπώλια, ἡ (Α) [μονοπωλώ] το μονοπώλιο, η μονοπώληση, η αποκλειστική πώληση …

    Dictionary of Greek