το κούφωμα

  • 1κούφωμα — Γενικός όρος που υποδηλώνει κάθε εξάρτημα, στοιχείο ή μηχανισμό, σταθερά προσαρμοσμένο στους τοίχους ενός κτιρίου –του οποίου αποτελεί διακοσμητικό ή προστατευτικό συμπλήρωμα– και είναι αυστηρά εναρμονισμένο με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά… …

    Dictionary of Greek

  • 2κούφωμα — το, ατος 1. κουφάλα, κοίλωμα. 2. το κενό του τοίχου που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο. 3. ξύλινο θυρόφυλλο ή παραθυρόφυλλο με το πλαίσιό του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3θυρωτός — θυρωτός, ή, όν (Α) [θύρα] αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν α) άνοιγμα για θύρα β. κούφωμα …

    Dictionary of Greek

  • 4θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 5κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 6κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …

    Dictionary of Greek

  • 7μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… …

    Dictionary of Greek

  • 8παράθυρο — το 1. το άνοιγμα στους τοίχους κτηρίου το οποίο χρησιμεύει στον φωτισμό και αερισμό τού εσωτερικού του 2. ο ανάλογος οπλισμός τού ανοίγματος αυτού, το κούφωμα 3. παραθυρόφυλλο 4. πλάγια ενέργεια, χρησιμοποίηση μη νόμιμου μέσου για την επίτευξη… …

    Dictionary of Greek

  • 9περίθυρον — τὸ, Α το σανιδένιο πλαίσιο τής θύρας, το κούφωμα, η κάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θύρα] …

    Dictionary of Greek

  • 10ροκάιγ — (rocaille). Ονομασία η οποία δίνεται στη Γαλλία σε έργα αγροτικού ρυθμού, κυρίως λουτήρες, συντριβάνια και τεχνητούς βράχους με κούφωμα στο εσωτερικό. Η λέξη προέρχεται από την επίσης γαλλική λέξη roc, που σημαίνει βράχος. Το υλικό των ρ.… …

    Dictionary of Greek