το κουβάρι
1κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά …
2κουβάρι — το νήμα τυλιγμένο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3αγκλαμίδα — η μικρή ποσότητα νήματος τυλιγμένη σφαιρικά, που χρησιμεύει ως βάση για το τύλιγμα άλλου νήματος, ώστε να σχηματισθεί κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. globus ή glomus (= σφαιροειδές σώμα, κουβάρι) από το glomus σχηματίστηκε στα Ελληνικά το… …
4κουβαρίς — κουβαρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. τής λ. κόβαρος ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε… …
5κουβαριά — η [κουβάρι] μεγάλο κουβάρι …
6κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… …
7ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] …
8κουβαράκι — το υποκορ. του κουβάρι μικρό κουβάρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9кубарь — м. волчок (детск. игр.) , кубец – то же, кубарем; скорее всего от куб, кубовина; см. Бернекер 1, 636; Преобр. I, 403; Соболевский, РФВ 70, 90; против, без веских оснований, выступил Коген (ИОРЯС 19, 2, 296). Неверно производить это слово из нов.… …
10αγαθίς — ἀγαθίς ( ίδος), η (AM) νήμα σφαιρικά τυλιγμένο, κουβάρι μσν. η σησαμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με το ἀγαθὸς] …