το θραύσμα
1θραῦσμα — scab neut nom/voc/acc sg …
2θραύσμα — το (ΑΜ θραῡσμα) [θραύω] κομμάτι που έχει αποσπαστεί από σκληρό σώμα με θραύση, σύντριμμα, θρύψαλο («θραύσμα οβίδας») αρχ. 1. (για τη λέπρα) η εφελκίδα* 2. (στον Διοσκ.) το καλύτερο είδος τού αμμωνιακού κόμμεως 3. κάταγμα …
3θραύσμα — το, ατος κομμάτι από κάτι σπασμένο: Τραυματίσθηκε από θραύσμα χειροβομβίδας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θραυσμάτων — θραῦσμα scab neut gen pl …
5θραύσμασι — θραῦσμα scab neut dat pl …
6θραύσμασιν — θραῦσμα scab neut dat pl …
7θραύσματα — θραῦσμα scab neut nom/voc/acc pl …
8θραύσματι — θραῦσμα scab neut dat sg …
9θραύσματος — θραῦσμα scab neut gen sg …
10Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… …