το εσώρουχο
1εσώρουχο — και μεσόρουχο και εσωφόρι, το το εσωτερικό ρούχο, το ασπρόρρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + ρούχο. Η λ. στον πληθ. εσώρουχα μαρτυρείται από το 1888 στο Ημερολόγιον Κυριών] …
2εσώρουχο — το εσωτερικό ρούχο, αυτό που φοριέται κατάσαρκα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ασπρόρουχο — το συνήθ. στον πληθ. 1. το λευκό εσώρουχο 2. ρούχα από λευκό ύφασμα για οικιακή χρήση (σεντόνια, πετσέτες κ.λπ.) …
4βρακί — το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)] αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα νεοελλ. Ι. φρ. 1) «τά κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά 2) «αυτοί οι δυο… …
5βρακοζώνα — η και βρακοζώνι, το (Μ βρακοζώνι) ζώνη από σκοινί ή ύφασμα με την οποία σφίγγεται η βράκα ή το βρακί (το εσώρουχο) στη μέση του σώματος νεοελλ. φρ. 1. «τον έχει δεμένο στο βρακοζώνι της» του επιβάλλει τη θέλησή της 2. «λόγια της βρακοζώνας»… …
6εσωφόρι — και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν) εσώρουχο που φορούν οι γυναίκες μέσα από το κανονικό φόρεμα, το μεσοφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + φόρι( ον) < φορώ πρβλ. πανω φόρι( ον)] …
7εσώβρακο — και σώβρακο, το εσώρουχο που περιβάλλει το μέρος τού σώματος από τη μέση και κάτω, εσωτερική περισκελίδα, η σκελέα* τών στρατιωτών …
8ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… …
9κασκορσές — ο και κασκορσέ, το πλεκτό γυναικείο εσώρουχο, μάλλινο ή βαμβακερό, είδος φανέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache corset (< cacher «κρύβω» + corset «στηθόδεσμος»] …
10κομπινεζόν — το γυναικείο εσώρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combinaison «συνδυασμός»] …