το δυστύχημα
1δυστύχημα — piece of ill luck neut nom/voc/acc sg …
2δυστύχημα — το (AM δυστύχημα) ατύχημα, κακοτυχία νεοελλ. θάνατος αρχ. στρατιωτική καταστροφή …
3δυστύχημα — το πάθημα σοβαρό, δυσάρεστο συμβάν, καταστροφή, ατύχημα: Οι γονείς τους σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δυστύχημ' — δυστύχημα , δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc sg …
5δυστυχημάτων — δυστύχημα piece of ill luck neut gen pl …
6δυστυχήμασι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl …
7δυστυχήμασιν — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl …
8δυστυχήματα — δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc pl …
9δυστυχήματι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat sg …
10δυστυχήματος — δυστύχημα piece of ill luck neut gen sg …