το διάγραμμα

  • 91σταθμίδα — και λόγιος τ. σταθμίς, ίδος, η, Ν ναυτ. (σε διάγραμμα πλοίου) καθεμιά από τις γραφικές τομές τις οποίες σχηματίζουν στους τοίχους κεκλιμένα επίπεδα σε παράλληλη σχέση προς τα καταστρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάθμη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. σταλ ίδα)] …

    Dictionary of Greek

  • 92σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …

    Dictionary of Greek

  • 93σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… …

    Dictionary of Greek

  • 94τηλεχειρισμός — Σύστημα, συνήθως ηλεκτρικό, που επιτρέπει τον χειρισμό μηχανών, συσκευών, οργάνων κλπ. από απόσταση. Σε πολλές εγκαταστάσεις είναι χρήσιμο να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα που συνθέτουν ένα σύνολο από ένα ή περισσότερα κεντρικά σημεία, είτε για… …

    Dictionary of Greek

  • 95τριπλός — ή, ό / τριπλοῡς, ῆ, oῡv, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τριπλούς, ή, ούν, Ν, και τριπλόος, η, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη ή αυτός που επαναλαμβάνεται τρεις φορές (α. «τριπλό χτύπημα» β. «ξένοι ποτὲ λησταί φονεύουσ ἐν τριπλαῑς ἁμαξιτοῑς», Σοφ. γ …

    Dictionary of Greek

  • 96υπερηχογράφημα — το, Ν διάγραμμα που λαμβάνεται από την εξέταση με υπερήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπέρηχος + γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω), πρβλ. καρδιο γράφημα] …

    Dictionary of Greek

  • 97υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 98φλεβογράφημα — το, Ν [φλεβογραφώ] ιατρ. διάγραμμα τού φλεβικού σφυγμού, που λαμβάνεται με φλεβογράφηση …

    Dictionary of Greek

  • 99φλεβογράφος — ο, Ν ιατρ. όργανο με το οποίο λαμβάνεται το διάγραμμα τού φλεβικού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 100φλεβογραφώ — έω, Ν [φλεβογράφος] λαμβάνω το διάγραμμα τού φλεβικού σφυγμού με αυτογραφική μέθοδο …

    Dictionary of Greek