το διάγραμμα

  • 61θωρακογράφημα — το διάγραμμα που λαμβάνεται με θωρακογράφο* …

    Dictionary of Greek

  • 62ισοϋψής — ες (ΑΜ ἰσοϋψής, ές) αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα») νεοελλ. φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο 2) «ισοϋψής καμπύλη» καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό… …

    Dictionary of Greek

  • 63ιστόγραμμα — το διάγραμμα για τη γραφική απεικόνιση κατανομών συχνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. histogram < histo (πρβλ. ἱστός) + gram (πρβλ. γραμμα < γράμμα < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 64ισόθερμος — Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή. * * * η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο 2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή… …

    Dictionary of Greek

  • 65καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 66κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …

    Dictionary of Greek

  • 67καταστοιχειούμαι — καταστοιχειοῡμαι, όομαι (Α) ανάγομαι στα στοιχεία μου, είμαι στοιχειώδης («τύπος κατεστοιχειωμένος» στοιχειώδες διάγραμμα, σχέδιο που έχει αναχθεί στα στοιχεία του, Επίκ. στον Διογ. Λαέρτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 68κρόμλεχ — (βρετονικά kromlek = κυκλικά τοποθετημένοι λίθοι). Όρος που αναφέρεται σε έναν τύπο προϊστορικού μνημείου, που χρονολογείται περίπου την εποχή του ορείχαλκου (3η 2η χιλιετία π.Χ.) και ο οποίος ήταν αρκετά διαδεδομένος στις βόρειες περιοχές της… …

    Dictionary of Greek

  • 69κυμογράφημα — και κυμόγραμμα ή ακτινοκυμόγραμμα, το διάγραμμα τών φάσεων τής κίνησης ενός οργάνου τού σώματος που λαμβάνεται κατά την κυμογραφία* με ειδική συσκευή, τον κυμογράφο* …

    Dictionary of Greek

  • 70κυστεομετρογράφημα — το ιατρ. διάγραμμα που παριστάνει τα αποτελέσματα τής κυστεομετρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystometrogram < cystometro (< cystometer < cyst[o] , βλ. κυστε[ο] , + meter < γαλλ. metre < μέτρον) + gram < γαλλ. gramme… …

    Dictionary of Greek