το διάγραμμα

  • 51δυναμογωνιόγραμμα — το ναυτ. διάγραμμα που δίνει το μέγεθος τής ιθύνουσας μαγνητικής δυνάμεως και την παρεκτροπή τής πυξίδας τού πλοίου για όλες τής γωνίες πλεύσεως …

    Dictionary of Greek

  • 52εγκεφαλογράφημα — το διάγραμμα καταγραφής τών διαφορών δυναμικού οι οποίες παράγονται από τα εγκεφαλικά κύτταρα …

    Dictionary of Greek

  • 53ενήχημα — ἐνήχημα, το (AM) [ενηχώ] μσν. 1. έκφραση, εκδήλωση, απήχημα 2. (θυζ. μουσ.) σύντομη μουσική φράση που ψάλλεται πριν από τον υπό εκτέλεση ύμνο, στο μελωδικό διάγραμμα τού ήχου, στον οποίο ανήκει και στον φθόγγο τής βάσεως του, για να χρησιμεύσει… …

    Dictionary of Greek

  • 54ευδιόμετρο — Συσκευή για τον ποσοτικό προσδιορισμό των αερίων, τα οποία συμμετέχουν σε μια χημική αντίδραση. Το ε. αποτελείται από έναν γυάλινο βαθμονομημένο σωλήνα με πολύ ισχυρά τοιχώματα, ο οποίος μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Στη μία άκρη του σωλήνα… …

    Dictionary of Greek

  • 55ηλεκτροαμφιβληστροειδογραφία — Η ιατρ. εξεταστική μέθοδος κατά την οποία με ειδικό όργανο συλλέγονται και καταγράφονται σε διάγραμμα τα ηλεκτρικά ρεύματα ενέργειας τών νευρικών κυττάρων τού αμφιβληστροειδή χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 56ηλεκτροεγκεφαλογραφία — (ΗΕΓ). Μέθοδος νευρολογικής εξέτασης της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, κατά την οποία καταγράφονται οι μεταβολές των διαφορών δυναμικού ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Η μέθοδος επινοήθηκε και εφαρμόστηκε στον άνθρωπο από τον Γερμανό… …

    Dictionary of Greek

  • 57ηλεκτροφόρηση — Μετακίνηση φορτισμένων κολλοειδών σωματιδίων υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου· τα θετικά φορτισμένα σωματίδια κατευθύνονται προς το αρνητικό ηλεκτρόδιο και τα αρνητικά φορτισμένα προς το θετικό. Η ταχύτητα μεταφοράς εξαρτάται από τον αριθμό των …

    Dictionary of Greek

  • 58θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …

    Dictionary of Greek

  • 59θερμομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμομετρία ή στο θερμόμετρο 2. φρ. ιατρ. «θερμομετρικό διάγραμμα» γραφική παράσταση τής πορείας τής θερμοκρασίας τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometrique (< thermometrie, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 60θρομβοελαστικογράφημα — το διάγραμμα που παρέχει πληροφορίες για την έναρξη τής πήξης, τον χρόνο πήξης τού αίματος και τη στερεότητα τού θρόμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombelastogram < thromb (πρβλ. θρόμβος) + elasto (πρβλ. ελαστ ικός) + gram (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek