το διάγραμμα

  • 121Ινγκάρντεν, Ρόμαν — (Roman Ingarden, Μπόζανι, Μπουκοβίνα 1893 – Κρακοβία 1970). Πολωνός φιλόσοφος. Σπούδασε στις πόλεις Λβοφ, Γκέτινγκεν, Βιέννη και Φράιμπουργκ. Οπαδός της φαινομενολογίας του Χούσερλ, διετέλεσε καθηγητής του πανεπιστημίου της Κρακοβίας. Από το 1935 …

    Dictionary of Greek

  • 122Κρεμόνα, Λουίτζι — (Luigi Cremona, Παβία 1830 – Ρώμη 1903). Ιταλός μαθηματικός. Σπούδασε στη γενέτειρά του και το 1860 κατέλαβε την έδρα του καθηγητή της ανώτερης γεωμετρίας στην Μπολόνια, αργότερα στο Μιλάνο και τέλος στη Ρώμη (1873). Ο Κ. ασχολήθηκε με τη θεωρία… …

    Dictionary of Greek

  • 123κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …

    Dictionary of Greek

  • 124Λαμέρας, Λάζαρος — (Αθήνα 1913 – 1998). Γλύπτης και πανεπιστημιακός. Καταγόταν από την Τήνο και σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αργότερα στο Παρίσι, δίπλα στον καθηγητή Ζαν Μπουσέ. Είχε εκθέσει το πρώτο του έργο στην Αθήνα με την ομάδα Τέχνη …

    Dictionary of Greek

  • 125μαδριγάλι — Ιταλική ποιητική σύνθεση λαϊκής προέλευσης, κυρίως ποιμενικού περιεχομένου. Τον 14o αι. με τον Πετράρχη, το μ. πέρασε στη λόγια ποίηση και κατόπιν υιοθετήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των Ιταλών ποιητών. Το αρχικό μετρικό σύστημα ήταν σταθερό και… …

    Dictionary of Greek

  • 126μάνταλα — Μυστικιστικό διάγραμμα, το οποίο χρησιμοποιείται από πολλές ινδουιστικές και βουδιστικές αιρέσεις και συμβολίζει ένα ιδιαίτερο επίπεδο συνείδησης, στο οποίο αναφέρονται οι διδασκαλίες ενός τάντρα. Η σανσκριτική λέξη μ. σημαίνει κύκλος. Η μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 127Μεταπόντιο — Αρχαία πόλη στον κόλπο του Τάραντα. Πρόκειται για αποικία Αχαιών, η οποία ιδρύθηκε από τη Σύβαρι (773 π.Χ.), προκειμένου να λειτουργήσει ως προγεφύρωμα ικανό να αναχαιτίσει ενδεχόμενη εξάπλωση του Τάραντα. Το 510 π.Χ., με την καταστροφή της… …

    Dictionary of Greek

  • 128μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …

    Dictionary of Greek