το διάγραμμα

  • 11ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …

    Dictionary of Greek

  • 12αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …

    Dictionary of Greek

  • 13μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 14τετράπολο — Στην ηλεκτρονική, ένα σύνολο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών και άλλων στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος (ωμικές αντιστάσεις, επαγωγές, χωρητικότητες), που χαρακτηρίζονται από 4 ακροδέκτες (πόλους), δύο εισόδου και δύο εξόδου της ηλεκτρικής ενέργειας… …

    Dictionary of Greek

  • 15διαγραφεύς — διαγραφεύς, ο (Α) 1. αυτός που περιγράφει 2. αυτός που κάνει διάγραμμα και, ιδιαίτερα στην Αθήνα, αυτός που καταστρώνει οικονομικό διάγραμμα ή διάγραμμα τών φόρων …

    Dictionary of Greek

  • 16κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …

    Dictionary of Greek

  • 17μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… …

    Dictionary of Greek

  • 18ισόθερμες καμπύλες — Ονομασία της γραμμής, στο φασικό διάγραμμα ενός συστήματος, η οποία ενώνει όλα τα σημεία που αντιστοιχούν στην ίδια θερμοκρασία (Τ). Η εξίσωση της ισόθερμης μεταβολής ενός ιδανικού αερίου είναι ΡV = RΤ = σταθερά, όπου Ρ, V η πίεση και ο όγκος του …

    Dictionary of Greek

  • 19ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …

    Dictionary of Greek

  • 20ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… …

    Dictionary of Greek