το βοτάνι
1βοτάνι — το 1. φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες: Τα ελληνικά βουνά είναι γεμάτα βοτάνια. 2. φανταστικό φυτό με μαγικές ιδιότητες: Το βοτάνι της νιότης δεν υπάρχει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2βοτάνι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 68 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστίδος. * * * το (AM βοτάνιον) [βοτάνη] χόρτο νεοελλ. 1. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο 2. μαγικό βότανο 3. μύρο 4. πυρίτιδα 5. εύφλεκτο υλικό, το… …
3Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …
4άσπαρτος — η, ο (AM ἄσπαρτος, ον) [σπείρω] (για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε νεοελλ. 1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το το φυτό ερύγγιο… …
5αγαποβότανο — το Βοτ. μία από τις κοινές ονομασίες τού φυτού Teucrium polium τού γένους Τεύκριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπη + βοτάνι] …
6αγριολογώ — (I) βρίζω, εξυβρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγ. κατάλ. λογώ < λέγω (= ομιλώ)]. (II) βοτανίζω τον αγρό, αφαιρώ την αγριάδα ή άλλα βότανα που φυτρώνουν μετά το όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία (= βοτάνι) + παραγ. κατάλ. λογώ < λέγω ( …
7αντίψυχο — Στη λαϊκή παράδοση, α. είναι το μαγικό βότανο που χαρίζει τη ζωή και αποτρέπει τον θάνατο. Το α. ονομάζεται και ψυχοβότανο ή μαγιοβότανο. Χαρακτηριστική είναι η φράση έφαγε α. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το α. είναι το φως του καντηλιού ή του κεριού… …
8αριστολόχεια — η (Α ἀριστολόχεια και χία) βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχεία («τοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»] …
9βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… …
10βοτάνιον — το βλ. βοτάνι …