-
1 туз
[τούς] ουσ. α. άσσος -
2 тушь
[τους'] οοσ. θ. νερομπογιά -
3 туз
[τούς] ουσ α άσσος -
4 тушь
[τους'] ουσ θ νερομπογιά -
5 ихний
-яя, -ееεπ. (απλ.) кτητ. αντωνυμία • δικός τους•-яя δική τους•
-ее δικό τους•
ихний сад ο κήπος τους•
-яя собака το σκυλί τους•
-ее поле το χωράφι τους•
с -им сыном με το παιδί τους.
-
6 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
7 они
они (н)их, (н)им, (н)ими, о них) αυτοί, αυτές, αυτά· они там ' будут ( αυτοί) θα είναι εκεί· это сделали мы. а не они το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι· их не было дома έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι* мы были у них ήμαστε σ' αυτούς* я им напишу θα τους γράψω γράμμα* пойдём к ним πάμε σ' αυτούς, πάμε να τους δούμε· перевод сделан ими τη μετάφραση την κάνανε αυτοί* пойдём с ними πάμε μαζί τους, πάμε μ' αυτούς; я узнал о них много интересного έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι' αυτούς* * *((н)их, (н)им, (н)ими, о них)αυτοί, αυτές, αυτάони́ там бу́дут — (αυτοί) θα είναι εκεί
э́то сде́лали мы, а не они́ — το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι
их не́ было до́ма — έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι
мы бы́ли у них — ήμαστε σ'αυτούς
я им напишу́ — θα τους γράψω γράμμα
пойдём к ним — πάμε σ'αυτούς, πάμε να τους δούμε
перево́д сде́лан и́ми — τη μετάφραση την κάνανε αυτοί
пойдём с ни́ми — πάμε μαζί τους, πάμε μ'αυτούς
я узна́л о них мно́го интере́сного — έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι'αυτούς
-
8 их
их 1) род. и вин. п. от они 2) в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) τους* это их места αυτές οι θέσεις είναι δικές τους* * *1) род. и вин. п. от они2) в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) τουςэ́то их места́ — αυτές οι θέσεις είναι δικές τους
-
9 правило
пра́вил||ос1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:\правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή. -
10 церемонный
церемон||ныйприл (чопорный) τυπικός, πού τηρεί τους τύπους:\церемонныйный поклон ὑπόκλιση σύμφωνα μέ ὀλους τους τύπους· \церемонныйный человек ἀνθρωπος ποῦ ἀγαπδ τους τύπους. -
11 вывести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•
вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.
|| αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.2. βγάζω έξω οδηγώντας•вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.
|| μετοικίζω•вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.
3. βγάζω από μια κατάσταση•вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.
4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•вывести цыплят βγάζω πουλάκια.
6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.
7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.8. εξαλείφω, καθαρίζω•вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.
|| εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•
вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.
9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.
10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).εκφρ.вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.
|| βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•-лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•
-лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•-лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.
|| καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•-лось пятно βγήκε ο λεκές.
3. εκκολάπτομαι•птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.
-
12 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
13 корёжить
-жу, -жишь ρ.δ. μ. (απλ.)1. ξεριζώνω, σπάζω•буря -ла деревья η θύελλα ξερίζωσε τα δέντρα.
(απρόσ.) σκεβρώνω•фанеру -ит от сырости το κόντρα-πλακέ σκεβρώνει από την υγρασία.
2. βαρυαλγώ• σφαδάζω• σπαράζω, κατατρύχομαι από τους πόνους•его -ит от боли αυτός κατατρύχεται από τους πόνους•
ревматизм -ит его αυτός πονά φοβερά από τους ρευματισμούς.
σκεβρώνω, στραβώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
14 наготовить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.
2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•
наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.
εφοδιάζω, προμηθεύω•на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•
на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.
-
15 обнести
-есу, -есшь, παρλθ. χρ. обнс-несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. περιφέρω.2. περιφράζω, περιτοιχίζω, περικλείνω.3. κερνώ, τρατάρω, σερβίρω, προσφέρω•обнести гостей вином κερνώ κρασί τους φιλοξενούμενους.
4. Παραλείπω να κεράσω•всех гостей он угостил, а меня обнс όλους τους φιλοξενούμενους τους κέρασε, εμένα με παρέλειψε.
5. κακολογώ, δυσφημώ, διαβάλλω. -
16 освободить
-божу, -бодищь, παθ. μτχ., παρλθ. χρ. освобожденный, βρ: -ден, -дена, -дено;ρ.σ.μ.1. ελευθερώνω, λευτερώνω, αφήνω ελεύθερο•освободить военнопленных αφήνω ελεύθερους τους αιχμάλωτους•
освободить страну от рабства λευτερώνω τη χώρα από τη σκλαβιά (ξεσκλαβώνω);
2. απεосвободить λευτερώνω•греческая армия -ла нашу территорию от турецких завоевателей ο ελληνικός στρατός απελευτέρωσε τα εδάφη μας από τους τούρκους καταχτητές.
3. μτφ. αποδεσμεύω, απαγκιστρώνω.4. απαλλάσσω•освободить от налогов απαλλάσσω από τους φόρους•
освободить от военной службы απαλλάσσω της στρατιωτικής θητείας.
|| απολύω, διώχνω, αποβάλλω. || εκκενώνω, αδειάζω•освободить комнату απελευτερώνω το δωμάτιο,
1. ελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύθερος.2. ξεσκλαβώνομαι.3. μτφ. αποδεσμεύομαι, απαγκιστρώνομαι.4. απαλλάσσομαι. || απολύομαι, διώχνομαι. || εκκενώνομαι, αδειάζω. -
17 перебранить
ρ.σ.μ. βρίζω, εξυβρίζω•он -ил всех соседей αυτός έβρισε όλους τους γείτονες.
βρίζομαι, μαλώνω με όλους ή πολλούς αλληλοβρίζομαι•все -лись όλοι τους αλληλοβρίστηκαν•
перебранить с соседями βρίζομαι με τους γείτονες.
-
18 правило
правило 1-а ουδ.1. κανόνας•грамматические -а γραμματικοί κανόνες.
2. κανονισμός•-а внутреннего распорядка κανονισμός εσωτερικής τάξης•
-а уличного движения κανονισμός οδικής κυκλοφορίας•
соблюдать -а τηρώ τους κανόνες•
нарушать -а παραβιάζω τους κανόνες•
нет -а без исключений δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαιρέσεις•
-а религии θρησκευτικοί κανόνες•
-а поведения κανόνες συμπεριφοράς.
|| γενική αρχή•человек строгих -ил άνθρωπος αυστηρών αρχών•
я принял за правило το έβαλα σαν αρχή.
εκφρ.как правило – ως συνήθως•по всем -ам – α) με όλους τους κανόνες (επιμελέστατα), β) όπως πρέπει ή συνηθίζεται.правило 2-а ουδ.παλ. όργανο ομάλυνσης. || παλ. κουπί μακρύ. || (κυνηγ.) η ουρά σκύλου ή αλεπούς. -
19 путать
ρ.δ.μ.1. μπερδεύω, ανακατεύω•волосы μπερδεύω τα μαλλιά•
путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.
|| συγχύζω, κάνω σύγχυση•-счт μπερδεύω το λογαριασμό•
я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•
я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.
2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).
|| πεδικλώνω.εκφρ.путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.2. επεμβαίνω.3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση). -
20 ставить
ставить 1ставлю, ставишьρ.δ.μ.1. στήνω ορθό•ставить на ноги στήνω στα πόδια.
2. βάζω, θέτω τοποθετώ•ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•
ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•
ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).
|| διορίζω•ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.
|| εγκατασταίνω•ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.
|| μτφ. φέρω, οδηγώ•ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.
3. στήνω•ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•
ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•
ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.
|| δίνω προσφέρω•ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•
им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.
4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).
6. βάζω•ставить паруса βάζω πανιά•
ставить подпись βάζω υπογραφή•
ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.
|| επιθέτω•ставить компресс βάζω κομπρέσα•
ставить горчичники βάζω συναπισμό•
ставить пиявки βάζω βδέλλες•
ставить печать βάζω σφραγίδα.
7. οικοδομώ, φτιάχνω•ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•
ставить мельницу φτιάχνω μύλο.
8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•ставить опыты κάνω πειράματα•
ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.
9. προτείνω•ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•
ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.
10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•
ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.
|| σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•ставить в связь συνδέω.
εκφρ.ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.ставить 2ставлю, ставишьρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..
См. также в других словарях:
τοὖς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ἔς , εἰς into proclitic indeclform (prep) οὖς , οὖς Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τούς — ὁ lentil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περιτρώγειν αὐτῶν τοὺς δακτύλους. — περιτρώγειν αὐτῶν τοὺς δακτύλους. См. Облизывать пальцы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτός τι νῦν δρῶν, εἶτα τοὺς θεοὺς κάλει. — См. На Бога надейся, а сам не плошай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐλπὶς γὰρ ἡ βόσκουσα τοὺς πολλοὺς βροτῶν. — См. Надеючись и живут, и мрут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν ἐλπίσι χρὴ τοὺς σοφοὺς ἔχειν βίον. — См. Надеючись и живут, и мрут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ανακάθομαι — (τους άλλους χρόνους, δηλ. ενεργ. αόρ. και μτχ. παθ. πρκ., τους παίρνει από το ανακαθίζω βλ. λ.), αμτβ., ενώ είμαι ξαπλωμένος σηκώνω τον κορμό και κάθομαι έχοντας απλωμένα τα πόδια: Τον βρήκα να ανακάθεται στο κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek