τον χτύπησαν

  • 1χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …

    Dictionary of Greek

  • 2Δούκας, Νεόφυτος — (Άνω Σουδενά Ζαγορίου 1760 – Αθήνα 1845). Διδάσκαλος του Γένους. Χειροτονήθηκε ιερέας σε νεαρή ηλικία και έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στο σχολείο του Μετσόβου. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι (1786) και μαθήτευσε κοντά στον δάσκαλο Λάμπρο …

    Dictionary of Greek

  • 3Καινεύς — Μυθολογικό πρόσωπο,ένας από τους κυριότερους Λαπίθες. Ήταν γιος του Έλατου. Αρχικά αναφέρεται ως γυναίκα με το όνομα Καινίς, η οποία, αφού έσμιξε ερωτικά με τον Ποσειδώνα, του ζήτησε να της δώσει μορφή άντρα. Όταν λοιπόν έγινε άντρας, και μάλιστα …

    Dictionary of Greek

  • 4κολαφίζω — (AM κολαφίζω) [κόλαφος] 1. χτυπώ δυνατά με την παλάμη ή με τη γροθιά κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω ή δίνω γροθιά («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» τόν έφτυσαν στο πρόσωπο και τόν χαστούκισαν κι άλλοι τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 5πρωτόβολος — ον, Α αυτός που τόν χτυπούν ή που τόν χτύπησαν πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …

    Dictionary of Greek

  • 6αταραξία — η ψυχική ηρεμία, ψυχραιμία: Είχε δείξει μιαν αξιοθαύμαστη αταραξία στις συμφορές που τον χτύπησαν …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 7Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …

    Dictionary of Greek

  • 8Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… …

    Dictionary of Greek

  • 9Αληδάκις, Ιμπραήμ — (; – 1774). Γενίτσαρος από τα Χανιά, διαβόητος για τα τσιφλίκια που απέκτησε αρπάζοντας τα χωράφια των χριστιανών και για τις ληστείες και τους φόνους εναντίον κατοίκων της περιοχής. Είναι γνωστός και με τα προσωνύμια Αγριαλής και Αγριολής. Ο Α.… …

    Dictionary of Greek

  • 10Βαλέστρας ή Βαλέστ — (Κορσική 1790; – Κρήτη 1822). Ιταλός φιλέλληνας αξιωματικός. Ο πατέρας του εμπορευόταν στην Κρήτη και το 1814 πήγε στο νησί να τον συναντήσει, όπου και έμαθε καλά την ελληνική γλώσσα. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης τον συνάντησε στην Τεργέστη, του… …

    Dictionary of Greek