σύντομος
1σύντομος — cut short masc/fem nom sg …
2σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… …
3σύντομος — η, ο επίρρ. α 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης: Σε σύντομο διάστημα έφτασε πολύ ψηλά. – Ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο. 2. βραχυλογικός: Διατυπώνει τα νοήματά του με σύντομες φράσεις. 3. αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια: Για να μη σας… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συντομώτερον — σύντομος cut short masc acc comp sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc comp sg σύντομος cut short adverbial …
5ξύντομος — σύντομος , σύντομος cut short masc/fem nom sg …
6συντομωτάτων — σύντομος cut short fem gen superl pl σύντομος cut short masc/neut gen superl pl …
7συντομωτέρων — σύντομος cut short fem gen comp pl σύντομος cut short masc/neut gen comp pl …
8συντομώτατα — σύντομος cut short adverbial superl σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl pl …
9συντομώτατον — σύντομος cut short masc acc superl sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl sg …
10συντόμως — σύντομος cut short adverbial σύντομος cut short masc/fem acc pl (doric) …