σύλλογος
1σύλλογος — assembly masc nom sg …
2σύλλογος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος») 2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα… …
3σύλλογος — ο 1. οργανωμένη ομάδα προσώπων με ορισμένους σκοπούς: Ο μορφωτικός σύλλογος του χωριού μας ανέπτυξε πλούσια δράση. 2. «σύλλογος καθηγητών», το σύνολο των καθηγητών που υπηρετούν σ ένα γυμνάσιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… …
5Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως — Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1861 από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με σκοπό την καλλιέργεια των γραμμάτων. Ανέπτυξε πλούσια δράση, έχτισε μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (1873), ίδρυσε οργανοθήκη, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο και επιδίωξε να συνδεθεί με …
6ξύλλογος — σύλλογος , σύλλογος assembly masc nom sg …
7Φαιδρυνταί — Σύλλογος ιερέων στην Ολυμπία. Κατάγονταν από τον Αθηναίο γλύπτη Φειδία, που κατασκεύασε το εκεί άγαλμα του Ολύμπιου Δία. Σε αυτούς είχε ανατεθεί το καθήκον του καθαρισμού του αγάλματος του θεού και η προσφορά, μετά από αυτό, θυσίας στην Εργάνη… …
8συλλόγοις — σύλλογος assembly masc dat pl …
9συλλόγου — σύλλογος assembly masc gen sg …
10συλλόγους — σύλλογος assembly masc acc pl …