συν-εξᾰκούω

  • 1συνεξακούω — ΜΑ υπονοώ κάτι από τα συμφραζόμενα αρχ. ακούω με λεπτομέρειες για κάποιον ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («τῶν ἔξωθεν συνεξακούουσιν οἱ ἐντός», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξακούω «ακούω από απόσταση, μαθαίνω από άλλους, εννοώ»] …

    Dictionary of Greek