συναρμολογώ
51μοντάρω — μόνταρα και μοντάρισα, μονταρισμένος (λ. ιταλ.), συναρμολογώ μηχάνημα: Μοντάραμε τη μοτοσικλέτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52στήνω — έστησα, στήθηκα, στημένος 1. ορθώνω κάτι, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο: Έστησαν χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μέση του σαλονιού. 2. συναρμολογώ: Έστησαν τις μηχανές στο εργοστάσιο. 3. «Στήνω ενέδρα», ενεδρεύω. «Στήνω καβγά», καβγαδίζω. 4. μτφ., αφήνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы