συναρμολογώ

  • 31πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 32προσείρω — Μ προσαρτώ, προσαρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, συναρμολογώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 33στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 …

    Dictionary of Greek

  • 34συγκατακοσμώ — έω, Α συναρμολογώ ή τακτοποιώ ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακοσμῶ «στολίζω, τακτοποιώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 35συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 36συναραρίσκω — Α 1. συναρμόζω, συνδέω, συνάπτω 2. (αμτβ.) (για άσμα) εναρμονίζομαι 3. φρ. «φάλαγξ συναραρυῑα» συντεταγμένη φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 37συναρθρώνω — συναρθρῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. συνδέω με άρθρωση, κυρίως, συνδέω τα επιμέρους τμήματα ενός πράγματος σε ένα αρμονικό σύνολο, συναρμολογώ, συναρμόζω αρχ. 1. γραμμ. συντάσσω με άρθρο 2. (μέσ. και παθ.) συναρθροῡμαι, όομαι α) συνδέομαι με άρθρωση («τὸ ἄνω …

    Dictionary of Greek

  • 38συναρμολογητής — ο, Ν τεχνίτης ειδικευμένος στη συναρμολόγηση μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Νικηφόρ. Καλογερά] …

    Dictionary of Greek

  • 39συναρμολόγημα — το, Ν κατασκευή που προήλθε από την αρμονική και επακριβή σύνδεση επιμέρους τμημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …

    Dictionary of Greek

  • 40συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… …

    Dictionary of Greek