συναρμολογώ
11ανείρω — ἀνείρω (Α) 1. συνάπτω, επιδένω 2. πλέκω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρω (Ι) «συναρμολογώ»] …
12αραρίσκω — ἀραρίσκω (Α) Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί 2. συναρμολογώ, κατασκευάζω 3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω 4. παρασκευάζω, ετοιμάζω 5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου 6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος II. (μτχ.) ἀρηρώς κ.… …
13αρμολογώ — (Α ἁρμολογῶ, έω) συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + λογώ ( έω) (< λογος < λόγος)] …
14αρμονίζω — (Α ἁρμονίζω) [αρμονία] εναρμονίζω αρχ. συναρμολογώ …
15ασυναρμολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συναρμολογηθεί, να ταιριάσουν τα μέλη του σωστά 2. (για ιδέες, απόψεις κ.λπ.) αυτός που δεν ενέχει λογικό ειρμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Στέφανο… …
16διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με …
17διαρράπτω — (Α) 1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω 2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο …
18είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …
19ενομήρης — ἐνομήρης, ες (Α) ενωμένος με..., δεμένος μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ομήρης < ομού + ηρης < αραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ» (πρβλ. λογχήρης, ποδήρης, χαλκήρης κ.ά.)] …
20ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… …