συνάπτω ειρήνη

  • 1συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… …

    Dictionary of Greek

  • 2καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 …

    Dictionary of Greek

  • 3ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 4ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …

    Dictionary of Greek