-
1 συμφωνώ
[симфоно] р. быть согласным, соглашаться, уславливаться, договариваться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμφωνώ
-
2 условиться
условиться συμφωνώ; \условиться ο встрече συμφωνώ να συναντηθούμε* * *усло́виться о встре́че — συμφωνώ να συναντηθούμε
-
3 договариваться
договаривать||ся1. συνάπτω συμφωνία[ν], συμβάλλομαι, συνομολογώ, συμφωνώ (приходить к соглашению)/ συνεννοούμαι, συμφωνώ μέ κάποιον (уславливаться ὁ чем-л.)/ διαπραγματεύομαι (вести переговоры):\договариватьсяся с кем-л. συμφωνώ (или συνεννοούμαι) μέ κάποιον2. (до чего-л.) разг:\договариватьсяся до абсурда φτάνω νά λέω ἀνοησίες, φτάνω νά λέω παράλογα πράγματα· ◊ Высокие Договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη, οἱ ὑψηλοί συμβαλλόμενοι. -
4 сторговать
ρ.σ.μ. (απλ.) συμφωνώ στην τιμή μετά από παζαρεύματα.)| αγοράζω με παζα-ρεύματα.συμφωνώ στη τιμή μετά από παζαρεύματα. || συμφωνώ, διομολογώ, συνομολογώ (για ενέργεια, δράση κ.τ.τ.). -
5 согласовывать
1. (приводить в нужное соотношение, в соответствие с чем-л.) συνδυάζω, συντονίζω 2. (получать согласие на что-л.) συμφωνώ 3. грам. συμφωνώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > согласовывать
-
6 дать
дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω* * *1) в разн. знач. δίνωда́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…
да́йте им знать — ειδοποιείστε τους
дать согла́сие — συμφωνώ
дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο
дать обе́д — παραθέτω γεύμα
2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπωда́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω
-
7 договориться
-
8 согласие
согласие с 1) η συγκατάθεση; дать \согласие συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεση μου; получить \согласие παίρνω τη συγκατάθεση 2) (взаимопонимание) η ομόνοια· жить в \согласиеи ζούμε αγαπημένα* * *с1) η συγκατάθεσηдать согла́сие — συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου
получи́ть согла́сие — παίρνω τη συγκατάθεση
2) ( взаимопонимание) η ομόνοιαжить в согла́сии — ζούμε αγαπημένα
-
9 согласиться
-
10 согласный
согласный σύμφωνος; я \согласныйен είμαι σύμφωνος, συμφωνώ* * *я согла́сен — είμαι σύμφωνος, συμφωνώ
-
11 согласовать
-
12 сторговаться
сторговатьсясов συμφωνώ στήν τιμή, τά συμφωνώ. -
13 сговорить
-
14 согласить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соглашнный, βρ: -шн, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. (παλ. κ. γραπ. λόγος)• συνδυάζω, συνταιριάζω• συμβιβάζω•согласить личные интересы с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά•
согласить противоречия συμβιβάζω (συγκερνώ) τις αντιθέσεις.
2. παλ. συμφιλιώνω.3. (παλ. κ. απλ.) πείθω.1. συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι•согласить на операцию συγκατατίθεμαι για εγχείρηση.
2. παραδέχομαι, αποδέχομαι•согласить с выводами комиссии συμφωνώ με τα συμπεράσματα της επιτροπής.
3. ομογνωμώ, ομοφωνώ. -
15 согласный
επ., (γλωσ.) σύμφωνος, του συμφώνου•согласный звук ο φθόγγος του συμφώνου.
|| ουσ. το σύμφωνο•звонкие -ые ηχηρά σύμφωνα.
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. σύμφωνος•я -сен на все условия συμφωνώ με όλους τους όρους•
я не -сен с вами δε συμφωνώ μαζί σας.
2. όμοιος, ίδιος• ακριβής•копия -сна с подлинником το αντίγραφο είναι ακριβές.
3. μονοιασμένος, με ομόνοια• αρμονικός.4. (μουσ.) αρμονικός. -
16 согласовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согласованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. συνδυάζω, συντονίζω•согласовать действия танков и артиллерии συντονίζω τη δράση των αρμάτωνμάχης και πυροβολικού.
2. (γραμμ.) βάζω, κάνω να συμφωνήσει•согласовать прилагательное с существительным βάζω το επίθετο να συμφωνήσει με το ουσιαστικό (κατά γένος, αριθμό και πτώση).
1. παλ. συνδυάζομαι• συνδέομαι.2. συμφωνώ• αντιστοιχώ•новое постановление не -ется с прежним η καινούρια απόφαση διαφέρει από την προηγούμενη.
3. (τραμμ.) συμφωνώ (στο γένος ή αριθμό ή πτώση ή πρόσωπο)•сказуемое -ется с подлежащим το κατηγόρημα συμφωνεί με το υποκείμενο•
прилагательное -ется с существительным το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό.
-
17 предложение /
1. (действие, то, что предлагается) η πρότασηвстречное - η αντιπρόταση, αντίθετη -данное - παρούσα -, συγκεκριμένη -2. (эк) (цены, товара) η προσφορ/ά, η πρότασηделать - κάνω/υποβάλλω -изменять - αλλάζω/τροποποιώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение /
-
18 принимать
1. (брать у того, кто отдаёт) παίρνω, λαμβάνω 2. (брать в своё ведение, распоряжение) παίρνω, παραλαμβάνω, αναλαμβάνω 3. (брать кого-, что-л. под своё начальство) αναλαμβάνω, προσδιορίζω, ορίζω, προσλαμβάνω 4. (занимать вакантное место, должность и т.п) αποδέχομαι, μπαίνω 5. (включать в состав кого-, чегол.) περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, δέχομαι 6. (допускать к себе для переговоров, для беседы) δέχομαι, υποδέχομαι 7. (напр. больного) δέχομαι 8. (проявлять какое-л. отношение к чему-л.) δέχομαι, συμφωνώ, παίρνω 9. (утверждать голосованием) ψηφίζω, παίρνω, εγκρίνω 10. (по радио, телеграфу, телефону) λαμβάνω 11. (приобретать ка-кой-л. вид, какие-л. особенности) αποκτώ 12. (напр. о лекарстве) παίρνω, λαμβάνω 13. (подвергать себя какой-л. процедуре) κάνω, παίρνω 14. (условно допускать что-л., предполагать) δέχομαι, υποθέτω, θεωρώ ^.(соглашаться) δέχομαι, αποδέχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принимать
-
19 список
(перечень) о κατάλογ/οςо πίνακας, το ευρετήριοбыть в - ке είμαι/βρίσκομαι στον - οпроверять - ελέγχω/τσεκάρω τον - οсогласовать - εγκρίνω/συμφωνώ τον - οтитульные - ки стр. - κτηρίων γενικής επισκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > список
-
20 входить
входитьнесов1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):\входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω13. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:\входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:\входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:\входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.
См. также в других словарях:
συμφωνώ — συμφωνῶ, έω, ΝΜΑ [σύμφωνος] 1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του») 3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν» … Dictionary of Greek
συμφωνώ — συμφωνώ, συμφώνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμφωνώ — συμφώνησα, συμφωνήθηκα, συμφωνημένος 1. έχω τη ίδια γνώμη ή αντίληψη με κάποιον: Δε συμφωνώ με τη γνώμη σου. – Συμφώνησαν στην τιμή πώλησης του σπιτιού. 2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι: Οι πράξεις του δε συμφωνούν με τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφωνῶ — συμφωνέω sound together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres ind act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφώνῳ — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφώνῳ — συμφώνῳ , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφώνωι — συμφώνῳ , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek
συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek