συμμιγείς
1συμμιγεῖς — συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg (epic) συμμῑγεῖς , συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg (epic) συμμιγής mixed up together masc/fem acc pl συμμιγής mixed up together masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
2συμμιγείς — συμμίγνυμι aor part pass masc nom/voc sg συμμῑγείς , συμμίγνυμι aor part pass masc nom/voc sg …
3διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …
4νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …
5συμμιγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ανάμεικτος. 2. «συμμιγείς αριθμοί», αριθμοί που αποτελούνται από ομοειδείς αριθμούς των οποίων οι μονάδες είναι πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια της ίδιας αρχικής μονάδας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)