συλλογίζομαι
1συλλογίζομαι — συλλογίζομαι, συλλογίστηκα, συλλογισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. συλλογιέμαι Σημειώσεις: συλλογίζομαι, συλλογιέμαι : η μτχ. συλλογισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο, με την έννοια → σκεφτικός, βυθισμένος σε σκέψεις …
2συλλογίζομαι — compute pres ind mp 1st sg συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st sg …
3συλλογίζομαι — και συλλογιέμαι συλλογίστηκα, συλλογισμένος 1. σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου: Κάθεται και συλλογίζεται τα περασμένα. 2. λαμβάνω υπόψη μου, λογαριάζω: Δε με συλλογίστηκε καθόλου. 3. μτχ. πρκ., συλλογισμένος σκεφτικός: Κάθεται συλλογισμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… …
5συλλογίζεσθε — συλλογίζομαι compute pres imperat mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres imperat mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 2nd pl συλλογίζομαι compute imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) συλλογίζομαι compute …
6συλλογιζομένων — συλλογίζομαι compute pres part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp masc/neut gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp masc/neut gen pl …
7συλλογιζόμεθα — συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st pl συλλογίζομαι compute imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) συλλογίζομαι compute imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
8συλλογιζόμενον — συλλογίζομαι compute pres part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp neut nom/voc/acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp neut nom/voc/acc sg …
9συλλογισαμένων — συλλογίζομαι compute aor part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc/neut gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc/neut gen pl …
10συλλογισθέντα — συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg …