συγκαταγήρασις
1συγκαταγήρασις — άσεως, ἡ, Α [συγκα ταγηράσκω] συμβίωση με κάποιον μέχρι τα γηρατειά …
2συγκαταγηράσει — συγκαταγήρᾱσις growing old together fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκαταγηράσεϊ , συγκαταγήρᾱσις growing old together fem dat sg (epic) συγκαταγήρᾱσις growing old together fem dat sg (attic ionic) συγκαταγήρασις growing old together fem… …
3συγκαταγηράσεως — συγκαταγηράσεω̆ς , συγκαταγήρᾱσις growing old together fem gen sg (attic) συγκαταγηράσεω̆ς , συγκαταγήρασις growing old together fem gen sg (attic) …