στο νοσοκομείο

  • 1νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… …

    Dictionary of Greek

  • 2Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 3καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 4Σαρκό — (Charcot). Επώνυμο δύο διάσημων Γάλλων επιστημόνων. 1. Ζαν Μαρτέν. Νευρολόγος και ψυχίατρος (Παρίσι 1825 Νιεβρ 1893), θεμελιωτής βασικών κατευθύνσεων της σύγχρονης νευροψυχιατρικής. Καθηγητής της παθολογικής ανατομίας σε ηλικία 35 ετών,… …

    Dictionary of Greek

  • 5Γιακούμπ, Μαγκντί Χαμπίμπ, σερ — (Κάιρο 1935 –). Αιγύπτιος καρδιοχειρουργός. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Καΐρου και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο British Heart Foundation. Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μεταμόσχευση… …

    Dictionary of Greek

  • 6νοσοκομειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νοσοκομείο («νοσοκομειακή περίθαλψη») 2. φρ. α) «νοσοκομειακός γιατρός» γιατρός με πλήρη ή κύρια απασχόληση σε νοσοκομείο β) «νοσοκομειακή ιατρική» ιατρική που ασκείται στα νοσοκομεία γ) «νοσοκομειακό… …

    Dictionary of Greek

  • 72010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …

    Wikipedia

  • 8Τσέχοφ, Άντον Πάβλοβιτς — (Τανγκανρόγκ 1860 – Μπαντενβάιλερ, Γερμανία 1904). Ρώσος διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος μικρεμπόρου και εγγονός πρώην δουλοπάροικου, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο της γενέτειράς του.… …

    Dictionary of Greek

  • 9Μέμλινγκ, Χανς — (Hans Memling ή Memlinc, Ζέλινγκενσταντ, Φρανκφούρτη περ. 1435 – Μπριζ 1494). Φλαμανδός ζωγράφος. Η γερμανική καταγωγή του, οι μορφολογικές συγγένειες και η υποτιθέμενη ταύτισή του με έναν βοηθό του Ρογήρου βαν ντερ Βάιντεν το 1459 οδηγούν στην… …

    Dictionary of Greek

  • 10Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …

    Dictionary of Greek